περικρατής: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "met gen" to "met gen")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=perikratis
|Transliteration C=perikratis
|Beta Code=perikrath/s
|Beta Code=perikrath/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[grasping]], [[tenacious]], γαμφηλαί Simm.1.11; [[having full command over]], π. γενέσθαι τῆς σκάφης <span class="bibl"><span class="title">Act.Ap.</span>27.16</span>, cf. Thd.<span class="title">Su.</span>39 (v.l.); cf. [[περικρεμής]].</span>
|Definition=περικρατές, [[grasping]], [[tenacious]], γαμφηλαί Simm.1.11; [[having full command over]], π. γενέσθαι τῆς σκάφης ''Act.Ap.''27.16, cf. Thd.''Su.''39 ([[varia lectio|v.l.]]); cf. [[περικρεμής]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0581.png Seite 581]] ές, [[obsiegend]], [[gewaltig]], [[stark]], Opp. Hal. 4, 540.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''περικρᾰτής''': -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ [[κράτος]] ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν [[μόλις]] ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui commande souverainement à]], gén.;<br /><b>2</b> [[qui maîtrise]] gén..<br />'''Étymologie:''' [[περικρατέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=περικρατής -ές &#91;[[περί]], [[κράτος]]] [[beheersend]], met gen.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui commande souverainement à, gén.;<br /><b>2</b> qui maîtrise gén..<br />'''Étymologie:''' [[περικρατέω]].
|elrutext='''περικρᾰτής:''' [[владеющий]]: π. [[γενέσθαι]] τῆς σκάφης NT удержать лодку.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 26: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α·1. [[συνεκτικός]] («περικρατεῑς [[γαμφηλαί]]», Σιμμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον, [[κυρίαρχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικρατῶς</i> Α<br />με περικρατή τρόπο, με απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με [[εγκράτεια]], με [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), <b>πρβλ.</b> <i>εγ</i>-<i>κρατής</i>].
|mltxt=-ές, Α·1. [[συνεκτικός]] («περικρατεῖς [[γαμφηλαί]]», Σιμμ.)<br /><b>2.</b> αυτός που έχει απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον, [[κυρίαρχος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>περικρατῶς</i> Α<br />με περικρατή τρόπο, με απόλυτη [[εξουσία]] σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με [[εγκράτεια]], με [[σύνεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κρατής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κράτος]]), [[πρβλ]]. [[εγκρατής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που έχει πλήρη [[εξουσία]] πάνω σε [[κάτι]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''περικρᾰτής:''' -ές ([[κράτος]]), αυτός που έχει πλήρη [[εξουσία]] πάνω σε [[κάτι]], με γεν., σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περικρᾰτής:''' владеющий: π. [[γενέσθαι]] τῆς σκάφης NT удержать лодку.
|lstext='''περικρᾰτής''': -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ [[κράτος]] ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν [[μόλις]] ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.
}}
{{elnl
|elnltext=περικρατής -ές [περί, κράτος] beheersend, met gen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Latest revision as of 09:50, 4 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικρᾰτής Medium diacritics: περικρατής Low diacritics: περικρατής Capitals: ΠΕΡΙΚΡΑΤΗΣ
Transliteration A: perikratḗs Transliteration B: perikratēs Transliteration C: perikratis Beta Code: perikrath/s

English (LSJ)

περικρατές, grasping, tenacious, γαμφηλαί Simm.1.11; having full command over, π. γενέσθαι τῆς σκάφης Act.Ap.27.16, cf. Thd.Su.39 (v.l.); cf. περικρεμής.

German (Pape)

[Seite 581] ές, obsiegend, gewaltig, stark, Opp. Hal. 4, 540.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui commande souverainement à, gén.;
2 qui maîtrise gén..
Étymologie: περικρατέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περικρατής -ές [περί, κράτος] beheersend, met gen.

Russian (Dvoretsky)

περικρᾰτής: владеющий: π. γενέσθαι τῆς σκάφης NT удержать лодку.

English (Strong)

from περί and κράτος; strong all around, i.e. a master (manager): + come by.

English (Thayer)

περικρατες (κράτος), τίνος, having full power over a thing: (περικρατής γενέσθαι τῆς σκάφης, to secure), Susanna, 39; the Alex. manuscript; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

-ές, Α·1. συνεκτικός («περικρατεῖς γαμφηλαί», Σιμμ.)
2. αυτός που έχει απόλυτη εξουσία σε κάποιον, κυρίαρχος.
επίρρ...
περικρατῶς Α
με περικρατή τρόπο, με απόλυτη εξουσία σε κάποιον ή, κατ' άλλους, με εγκράτεια, με σύνεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -κρατής (< κράτος), πρβλ. εγκρατής].

Greek Monotonic

περικρᾰτής: -ές (κράτος), αυτός που έχει πλήρη εξουσία πάνω σε κάτι, με γεν., σε Καινή Διαθήκη

Greek (Liddell-Scott)

περικρᾰτής: -ές, ὁ ἔχων πλήρη ἐξουσίαν ἢ κράτος ἐπί τινος, ἰσχύσαμεν μόλις ἐπικρατεῖς γενέσθαι τῆς σκάφης Πράξ. Ἀποστ. κζ΄, 16· τῶν ἡνίων, τῶν πονηρῶν βουλευμάτων Ἰω. Χρυσ. τ. 2, σ. 349, κτλ. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρήσ. σ. 121.

Middle Liddell

περι-κρᾰτής, ές κράτος
having full command over a thing, c. gen., NTest.

Chinese

原文音譯:perikrat»j 胚里-克拉帖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:四圍-握住
字義溯源:掌握著,控制,安全的,收住;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(κράτος)*=權力)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 控制(1) 徒27:16