ἀφέτης: Difference between revisions
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
m (LSJ1 replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀφέτης]]) [[αφίημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[εντεταλμένος]] να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την [[εκκίνηση]] των δρομέων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αρμόδιος]] να εκσφενδονίζει στη [[μάχη]] πέτρες με ειδική [[μηχανή]]. | |mltxt=ο (Α [[ἀφέτης]]) [[αφίημι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />ο [[εντεταλμένος]] να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την [[εκκίνηση]] των δρομέων<br /><b>αρχ.</b><br />ο [[αρμόδιος]] να εκσφενδονίζει στη [[μάχη]] πέτρες με ειδική [[μηχανή]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[freedman]]=== | |||
Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: [[vrijgelatene]]; Finnish: vapautettu orja; French: [[affranchi]]; German: [[Freigelassener]]; Greek: [[απελεύθερος]]; Ancient Greek: [[ἀδέσποτος]], [[ἀπελευθερικός]], [[ἀπελευθεριωτής]], [[ἀπελεύθερος]], [[ἀπόδουλος]], [[ἄτμενος]], [[ἀφέτης]], [[δουλελεύθερος]], [[ἐξαπελεύθερος]], [[ἐξελεύθερος]]; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: [[liberto]], [[affrancato]], [[emancipato]]; Latin: [[libertus]], [[libertinus]]; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: [[liberto]]; Russian: [[вольноотпущенник]], [[вольноотпущенница]]; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: [[liberto]]; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:44, 18 March 2024
English (LSJ)
ἀφέτου, ὁ, (ἀφίημι)
A one who lets off a military engine, Plb.4.56.3.
b teacher of ballistic, IG2.465.22.
c starter in races, POxy.152.1 (vii A.D.).
2 Astrol., prorogator, heavenly body which determines the vital quadrant, Ptol.Tetr.131.
II Pass., a freed-slave among the Spartans, Myro2.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ I en Esparta liberto Myro 1.
II 1artillero, servidor de una máquina de guerra λιθοφόρους ... καὶ τοὺς ἀφέτας (ἡτοίμασαν) Plb.4.56.3, τὸν τοξότην ... καὶ τὸν ἀφέτην IG 22.1028.53, cf. 1007, 1008.85, 1009.22 (todas II a.C.).
2 juez de salida en las carreras OAshm.Shelton 85, 89 (IV d.C.?), POxy.152.1 (VII d.C.).
3 astrol. astro que influye sobre el cuadrante vital en el momento del nacimiento, Ptol.Tetr.3.11.10, Cat.Cod.Astr.8.(1).261, 262.
German (Pape)
[Seite 409] ὁ, 1) der Loslassende, der Schleuderer beim Wurfgeschütz, Pol. 4, 56. – 2) der Freigelassene bei den Lacedämoniern, bei Ath. VI, 271 f.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. 1 qui lance des traits ou des projectiles, particul. qui manœuvre une baliste;
2 t. d'astron. qui lance des rayons en parl. de certains corps célestes;
II. à Sparte esclave, affranchi.
Étymologie: ἀφίημι.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέτης: ου ὁ метатель, pl. прислуга метательного орудия Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέτης: του, ὁ (ἀφίημι) ὁ ῥίπτων, ὁ ἐκσφενδονῶν, ἔτι δὲ λιθοφόρους τέτταρας, καὶ πρός, τοὺς ἀφέτας τούτοις, τοὺς καταλλήλους ἀνθρώπους πρὸς τὸ ἐκσφενδονᾶν διὰ τῶν μηχανῶν τὰς πέτρας, Πολύβ. 4. 56, 3. 2) ἀστρολογ. ὅρος ἐπί τινων ουρανίων σωμάτων, Πτολ. ΙΙ. Παθ., δοῦλος ἀπελεύθερος ἐν Σπάρτῃ, «πολλάκις..., ἠλευθέρωσαν Λακεδαιμόνιοι δούλους· καὶ οὓς μὲν ἀφέτας ἐκάλεσαν, οὓς δὲ ἀδεσπότους, οὓς δὲ ἐρυκτῆρας» Μύρων παρ’ Ἀθην. 271F.
Greek Monolingual
ο (Α ἀφέτης) αφίημι
νεοελλ.
ο εντεταλμένος να παραγγέλλει και να παρακολουθεί την εκκίνηση των δρομέων
αρχ.
ο αρμόδιος να εκσφενδονίζει στη μάχη πέτρες με ειδική μηχανή.
Translations
freedman
Arabic: مَعْتُوق; Belarusian: вольнаадпушчанік, вольнаадпушчаніца; Chinese Mandarin: 自由民; Czech: propuštěnec; Dutch: vrijgelatene; Finnish: vapautettu orja; French: affranchi; German: Freigelassener; Greek: απελεύθερος; Ancient Greek: ἀδέσποτος, ἀπελευθερικός, ἀπελευθεριωτής, ἀπελεύθερος, ἀπόδουλος, ἄτμενος, ἀφέτης, δουλελεύθερος, ἐξαπελεύθερος, ἐξελεύθερος; Icelandic: leysingi, frelsingi; Italian: liberto, affrancato, emancipato; Latin: libertus, libertinus; Macedonian: ослободеник; Polish: wyzwoleniec; Portuguese: liberto; Russian: вольноотпущенник, вольноотпущенница; Serbo-Croatian Cyrillic: ослобођѐнӣк; Roman: oslobođènīk; Slovak: prepustenec; Spanish: liberto; Swahili: huru; Ukrainian: вільновідпущеник, вільновідпущениця