κλινήρης: Difference between revisions
ὁ νόμος βούλεται μὲν εὑεργετεῖν βίον ἀνθρώπων (Democritus) → Law is meant to benefit human life
m (LSJ1 replacement) |
m (elru replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλῑνήρης:''' | |elrutext='''κλῑνήρης:''' прикованный (болезнью) к кровати Plut. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 22:08, 21 March 2024
English (LSJ)
κλινήρες, ill in bed, Ph.2.317, J.BJ2.21.6, Plu.Pyrrh.11, Ath.12.554d, Gal.1.297, BGU45.14 (iii A.D.); -ήρη τινὰ τηρεῖν keep her in bed, Sor.1.46.
German (Pape)
[Seite 1454] ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig; Plut. Pyrrh. 11; Ath. XII, 554 e u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ης, ες:
retenu au lit, alité.
Étymologie: κλίνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλινήρης -ες [κλίνη, ἀραρίσκω] bedlegerig.
Russian (Dvoretsky)
κλῑνήρης: прикованный (болезнью) к кровати Plut.
Greek Monolingual
-ες (AM κλινήρης, -ες, Μ και κλινάρης, -ες)
ξαπλωμένος στο κρεβάτι λόγω ασθένειας, κρεβατωμένος, κατάκοιτος («ἐκ τούτου... τοῦ χαλεποῦ νοσήματος ἔμεινε διαπαντὸς τοῦ βίου κλινήρης καὶ ἀκίνητος», Μηναί.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + επίθημα -ήρης (Ι) (< ἀραρίσκω «συνδέω»), πρβλ. ξιφήρης, ποδήρης.
Greek Monotonic
κλῑνήρης: -ες (*ἄρω), κατάκοιτος, Λατ. lecto affixus, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῑνήρης: -ες, ἐπὶ κλίνης κατακείμενος, κατάκοιτος, Λατιν. lecto affixus, Πλουτ. Πύρρ. 11, Ἀθήν. 554D.