κοόρτις: Difference between revisions

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364
(7)
 
m (elru replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=koortis
|Transliteration C=koortis
|Beta Code=koo/rtis
|Beta Code=koo/rtis
|Definition=ιος, ἡ, the Roman <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cohors</b>, <span class="bibl">Plb.11.23.1</span>, <span class="bibl">11.33.1</span>, etc.</span>
|Definition=ιος, ἡ, the Roman [[cohors]], Plb.11.23.1, 11.33.1, etc.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1482.png Seite 1482]] ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.
}}
{{elru
|elrutext='''κοόρτις:''' ιος ἡ (лат. [[cohors]]) (римская) когорта Polyb.
}}
{{ls
|lstext='''κοόρτις''': -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, [[σύνταγμα]] πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, [[ἤτοι]] ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ [[κοόρτις]] τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.
}}
{{grml
|mltxt=-ιος και -εως, η (Α [[κοόρτις]], -ιος)<br />[[τμήμα]] στρατού από [[τρεις]] σπείρες, που αποτελούσε τη βασική [[μονάδα]], [[δηλαδή]] το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βιολ.</b> [[σύνολο]] ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει [[μαζί]] το ίδιο δημογραφικό [[φαινόμενο]] [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ίδιας περιόδου. [<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>cohors</i>-<i>tis</i>].
}}
}}

Latest revision as of 22:10, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοόρτις Medium diacritics: κοόρτις Low diacritics: κοόρτις Capitals: ΚΟΟΡΤΙΣ
Transliteration A: koórtis Transliteration B: koortis Transliteration C: koortis Beta Code: koo/rtis

English (LSJ)

ιος, ἡ, the Roman cohors, Plb.11.23.1, 11.33.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1482] ιος, ἡ, die röm. cohors, Pol. 11, 23, 1. 33, 1.

Russian (Dvoretsky)

κοόρτις: ιος ἡ (лат. cohors) (римская) когорта Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

κοόρτις: -ιδος, ἡ, ἡ παρὰ Ρωμαίοις cohors, σύνταγμα πεζῶν στρατιωτῶν ἐκ τριῶν σπειρῶν, ἤτοι ἓξ λόχων, ἦτο δὲ ἡ κοόρτις τὸ δέκατον τῆς λεγεῶνος, Πολύβ. 11. 23, 1., 11. 33, 1, Ἐπιγραφ.

Greek Monolingual

-ιος και -εως, η (Α κοόρτις, -ιος)
τμήμα στρατού από τρεις σπείρες, που αποτελούσε τη βασική μονάδα, δηλαδή το ένα δέκατο, της ρωμαϊκής λεγεώνας
νεοελλ.
βιολ. σύνολο ατόμων ή ζευγών που έχουν ζήσει μαζί το ίδιο δημογραφικό φαινόμενο κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cohors-tis].