ποικιλάνιος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
m (elru replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=poikilanios
|Transliteration C=poikilanios
|Beta Code=poikila/nios
|Beta Code=poikila/nios
|Definition=[ᾱ], ον, Dor. for <b class="b3">-ήνιος</b>, [[with broidered reins]], <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>2.8</span>.
|Definition=[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, [[with broidered reins]], Pi.''P.''2.8.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποικῐλάνιος Medium diacritics: ποικιλάνιος Low diacritics: ποικιλάνιος Capitals: ΠΟΙΚΙΛΑΝΙΟΣ
Transliteration A: poikilánios Transliteration B: poikilanios Transliteration C: poikilanios Beta Code: poikila/nios

English (LSJ)

[ᾱ], ον, Dor. for -ήνιος, with broidered reins, Pi.P.2.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux rênes de couleurs variées.
Étymologie: ποικίλος, ἡνία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποικιλᾱ́νιος -ον [ποικίλος, ἡνία] Dor., met bont versierde teugels.

German (Pape)

dor. = ποικιλήνιος.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλάνιος: (ᾱ), атт. * ποικῐλήνιος 2 с пестрыми (разукрашенными) поводьями Pind.

English (Slater)

ποικῐλᾱνιος, -ον with embroidered reins ποικιλανίους πώλους (P. 2.8)

Greek Monolingual

-ον, Α
(δωρ. τ.) αυτός που έχει στολισμένα τα λουριά του χαλινού («ποικιλανίους ἐδάμασσε πώλους», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δωρ. τ. του αμάρτυρου ποικιλήνιος (< ποικίλος + -ήνιος < ἡνία), πρβλ. χρυσήνιος].

Greek Monotonic

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. αντί -ήνιος, αυτός που έχει πολυποίκιλτα ηνία, σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

ποικιλάνιος: -ον, Δωρ. ἀντὶ -ήνιος, ὁ ἔχων πεποικιλμένας τὰς ἡνίας, Πινδ. Π. 2. 14.

Middle Liddell

ποικιλ-άνιος, ον,
with broidered reins, Pind.