σειραῖος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[([\p{Cyrillic}]+) или ([\p{Cyrillic}]+)\]\]" to "$1 или $2")
m (elru replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=seiraios
|Transliteration C=seiraios
|Beta Code=seirai=os
|Beta Code=seirai=os
|Definition=α, ον, ([[σειρά]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[joined by a cord]] or [[joined by a band]], <b class="b3">ἵππος σειραῖος</b> = [[σειραφόρος]], <span class="bibl">S.<span class="title">El.</span>722</span>; δυσὶ γὰρ ἵπποις . . τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι [[συνεχόμενος]] <span class="bibl">D.H.7.73</span>; <b class="b3">νῶτα σειραίον</b> (sc. [[ἵππου]]) cj. for [[σειρίου]] in <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>779.8</span>; [[σειραῖος]] [[ἱμάς]] = the [[attaching]] [[trace]] of the [[horse]], <span class="bibl">Poll.1.148</span>; cf. [[ὑποσειραῖος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[of cord]], [[twisted]], βρόχοι <span class="bibl">E.<span class="title">HF</span>1009</span>; μήρινθος <span class="bibl">Orph.<span class="title">A.</span>241</span>.</span>
|Definition=α, ον, ([[σειρά]])<br><span class="bld">A</span> [[joined by a cord]] or [[joined by a band]], <b class="b3">ἵππος σειραῖος</b> = [[σειραφόρος]], S.''El.''722; δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι [[συνεχόμενος]] D.H.7.73; <b class="b3">νῶτα σειραίον</b> (''[[sc.]]'' [[ἵππου]]) cj. for [[σειρίου]] in E.''Fr.''779.8; [[σειραῖος]] [[ἱμάς]] = the [[attaching]] [[trace]] of the [[horse]], Poll.1.148; cf. [[ὑποσειραῖος]].<br><span class="bld">2</span> [[of cord]], [[twisted]], βρόχοι E.''HF''1009; μήρινθος Orph.''A.''241.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] am Seile; gew. [[ἵππος]] σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ [[δεξιός]]; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; [[σειραῖος]] [[ἱμάς]], der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη [[μήρινθος]], Orph. Arg. 241.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0868.png Seite 868]] am Seile; gew. [[ἵππος]] σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ [[δεξιός]]; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; [[σειραῖος]] [[ἱμάς]], der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη [[μήρινθος]], Orph. Arg. 241.
}}
{{ls
|lstext='''σειραῖος''': -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, [[ἵππος]] σ. = [[σειραφόρος]], Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. [[τρίτος]] παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. [[ἱμάς]], δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· [[μήρινθος]] Ὀρφ. Ἀργ. 241.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />attaché par des traits <i>ou</i> par une longe : [[ἵππος]] cheval de trait <i>ou</i> cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]].
|btext=α, ον :<br />attaché par des traits <i>ou</i> par une longe : [[ἵππος]] cheval de trait <i>ou</i> cheval de main.<br />'''Étymologie:''' [[σειρά]].
}}
{{elnl
|elnltext=σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.
}}
{{elru
|elrutext='''σειραῖος:''' <b class="num">1)</b> пристяжной или подручный ([[ἵππος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἵππος]]) пристяжная или подручная лошадь Eur.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή ιμάντα<br /><b>2.</b> (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το [[άλογο]] στην [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από πλεγμένο [[σχοινί]] («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πηγ</i>-<i>αῖος</i>)].
|mltxt=-αία, -ον, Α<br /><b>1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή ιμάντα<br /><b>2.</b> (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το [[άλογο]] στην [[άμαξα]]<br /><b>3.</b> αυτός που [[είναι]] κατασκευασμένος από πλεγμένο [[σχοινί]] («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σειρά]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>αῖος</i> ([[πρβλ]]. [[πηγαῖος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σειραῖος:''' -α, -ον ([[σειρά]]),<br /><b class="num">1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή [[δεσμά]], [[ἵππος]] [[σειραῖος]] = [[σειραφόρος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σχοινί]], συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με [[σχοινί]], σε Ευρ.
|lsmtext='''σειραῖος:''' -α, -ον ([[σειρά]]),<br /><b class="num">1.</b> δεμένος με [[σχοινί]] ή [[δεσμά]], [[ἵππος]] [[σειραῖος]] = [[σειραφόρος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για [[σχοινί]], συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με [[σχοινί]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σειραῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пристяжной]] или [[подручный]] ([[ἵππος]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[сделанный из крученой веревки]], [[веревочный]] (βρόχοι Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ (sc. [[ἵππος]]) пристяжная или подручная лошадь Eur.
|lstext='''σειραῖος''': -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, [[ἵππος]] σ. = [[σειραφόρος]], Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. [[τρίτος]] παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. [[ἱμάς]], δι’ οὗ ὁ [[ἵππος]] προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· [[μήρινθος]] Ὀρφ. Ἀργ. 241.
}}
{{elnl
|elnltext=σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σειραῖος]], η, ον [[σειρά]]<br /><b class="num">1.</b> joined by a [[cord]] or [[band]], [[ἵππος]] ς. = [[σειραφόρος]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> of [[cord]], [[twisted]], βρόχοι Eur.
|mdlsjtxt=[[σειραῖος]], η, ον [[σειρά]]<br /><b class="num">1.</b> joined by a [[cord]] or [[band]], [[ἵππος]] ς. = [[σειραφόρος]], Soph.<br /><b class="num">2.</b> of [[cord]], [[twisted]], βρόχοι Eur.
}}
}}

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σειραῖος Medium diacritics: σειραῖος Low diacritics: σειραίος Capitals: ΣΕΙΡΑΙΟΣ
Transliteration A: seiraîos Transliteration B: seiraios Transliteration C: seiraios Beta Code: seirai=os

English (LSJ)

α, ον, (σειρά)
A joined by a cord or joined by a band, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, S.El.722; δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ… ῥυτῆρσι συνεχόμενος D.H.7.73; νῶτα σειραίον (sc. ἵππου) cj. for σειρίου in E.Fr.779.8; σειραῖος ἱμάς = the attaching trace of the horse, Poll.1.148; cf. ὑποσειραῖος.
2 of cord, twisted, βρόχοι E.HF1009; μήρινθος Orph.A.241.

German (Pape)

[Seite 868] am Seile; gew. ἵππος σ., das Handpferd, das an der Leine zieht, Suid. ὁ ἔξω τοῦ ζυγοῦ, ὁ δεξιός; Soph. El. 712; übertr., das rechte von zwei Jochpferden, ὑπὸ σειραίοις ποσὶν ἕλκουσαν τέκνα, Eur. Herc. Fur. 446, neben sich herführend; σειραῖος ἱμάς, der Riemen vom Handpferde, Poll. 1, 148; σειραίη μήρινθος, Orph. Arg. 241.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
attaché par des traits ou par une longe : ἵππος cheval de trait ou cheval de main.
Étymologie: σειρά.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σειραῖος -α -ον [σειρά] met een touw verbonden:. σειραῖος ἵππος erbij gespannen paard Soph. El. 722; δεσμὰ σειραίων βρόχων een band van in elkaar gedraaide touwen Eur. HF 1009.

Russian (Dvoretsky)

σειραῖος: 1) пристяжной или подручный (ἵππος Soph.);
2) сделанный из крученой веревки, веревочный (βρόχοι Eur.).
II ὁ (sc. ἵππος) пристяжная или подручная лошадь Eur.

Greek Monolingual

-αία, -ον, Α
1. δεμένος με σχοινί ή ιμάντα
2. (για ιμάντα) αυτός με τον οποίο δένεται το άλογο στην άμαξα
3. αυτός που είναι κατασκευασμένος από πλεγμένο σχοινί («δεσμὰ σειραίων βρόχων ἀνήπτομεν πρὸς κίονα», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σειρά + κατάλ. -αῖος (πρβλ. πηγαῖος)].

Greek Monotonic

σειραῖος: -α, -ον (σειρά),
1. δεμένος με σχοινί ή δεσμά, ἵππος σειραῖος = σειραφόρος, σε Σοφ.
2. λέγεται για σχοινί, συστραμμένος, στριφογυρισμένος, αυτός που έχει θηλειές, βρόχους, δεμένος με σχοινί, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σειραῖος: -α, -ον, (σειρὰ) ὁ πρσοδεδεμένος διὰ σειρᾶς, σχοινίου ἢ δεσμοῦ, ἵππος σ. = σειραφόρος, Σοφ. Ἠλ. 722· δυσὶ γὰρ ἵπποις.. τρίτος παρείπετο σ.. ῥυτῆρσι συνεχόμενος Διον. Ἁλ. 7. 73· νῶτα σειραίου (δηλ. ἵππου) Εὐρ. Ἀποσπ. 779. 8· σ. ἱμάς, δι’ οὗ ὁ ἵππος προσδένεται εἰς τὴν ἅμαξαν, Πολυμ. Α΄, 148· πρβλ. ὑποσειραῖος. 2) ὁ ἐκ συνεστραμμένου ἢ συγκεκλωσμένου σχοινίου, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1011· μήρινθος Ὀρφ. Ἀργ. 241.

Middle Liddell

σειραῖος, η, ον σειρά
1. joined by a cord or band, ἵππος ς. = σειραφόρος, Soph.
2. of cord, twisted, βρόχοι Eur.