περιπόρφυρος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills

Source
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (elru replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=periporfyros
|Transliteration C=periporfyros
|Beta Code=peripo/rfuros
|Beta Code=peripo/rfuros
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[edged with purple]], ἱμάτια <span class="bibl">Crates Com.31</span>, <span class="bibl">Heraclid.<span class="title">Pol.</span>69</span>; χιτωνίσκοι <span class="bibl">Plb.3.114.4</span>, etc. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ἐσθῆτες</b> garments [[with a purple border]], of the Roman [[toga praetexta]] or [[laticlavia]], <span class="bibl">Id.6.53.7</span>; <b class="b3">π. τήβεννα, τήβεννος</b>, <span class="bibl">D.H.2.70</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span>26</span>; and [[περιπόρφυρος]] alone, ib.<span class="bibl">25</span>, <span class="bibl">2.283a</span>; π. (''[[sc.]]'' [[παῖδες]]), [[pueri praetextati]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Publ.</span> 18</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">π. ἀγών</b> part of name of an athletic contest at Sidon, <span class="title">IG</span>3.129 (iii A. D.), <span class="bibl"><span class="title">CPHerm.</span>54.13</span> (iii A. D.).</span>
|Definition=περιπόρφυρον,<br><span class="bld">A</span> [[edged with purple]], ἱμάτια Crates Com.31, Heraclid.''Pol.''69; χιτωνίσκοι Plb.3.114.4, etc.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">π. ἐσθῆτες</b> garments [[with a purple border]], of the Roman [[toga praetexta]] or [[laticlavia]], Id.6.53.7; <b class="b3">π. τήβεννα, τήβεννος</b>, D.H.2.70, Plu.''Rom.''26; and [[περιπόρφυρος]] alone, ib.25, 2.283a; π. (''[[sc.]]'' [[παῖδες]]), [[pueri praetextati]], Id.''Publ.'' 18.<br><span class="bld">3</span> <b class="b3">π. ἀγών</b> part of name of an athletic contest at Sidon, ''IG''3.129 (iii A. D.), ''CPHerm.''54.13 (iii A. D.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> bordé de pourpre ; [[περιπόρφυρος]] [[τήβεννος]] PLUT <i>ou simpl.</i> ἡ [[περιπόρφυρος]] PLUT la toge prétexte (toga prætextata) <i>à Rome</i>;<br /><b>2</b> [[vêtu de la toge prétexte]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πορφύρα]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[bordé de pourpre]] ; [[περιπόρφυρος]] [[τήβεννος]] PLUT <i>ou simpl.</i> ἡ [[περιπόρφυρος]] PLUT la toge prétexte (toga prætextata) <i>à Rome</i>;<br /><b>2</b> [[vêtu de la toge prétexte]].<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πορφύρα]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιπόρφυρος -ον &#91;[[περί]], [[πορφύρα]]] met purperen zoom, in Rome περιπόρφυρος τήβεννος toga praetexta Plut. Rom. 26.2 = ἡ περιπόρφυρος; Plut. Sull. 9.4; in purper gekleed:. ὁμήρους ἔδωκαν ἐξ εὐπατριδῶν περιπορφύρους δέκα als gijzelaars gaven ze tien jongens in toga praetexta Plut. Publ. 18.3.
|elnltext=περιπόρφυρος -ον &#91;[[περί]], [[πορφύρα]]] met purperen zoom, in Rome περιπόρφυρος τήβεννος toga praetexta Plut. Rom. 26.2 = ἡ περιπόρφυρος; Plut. Sull. 9.4; in purper gekleed:. ὁμήρους ἔδωκαν ἐξ εὐπατριδῶν περιπορφύρους δέκα als gijzelaars gaven ze tien jongens in toga praetexta Plut. Publ. 18.3.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιπόρφῠρος:'''<br /><b class="num">1</b> [[окаймленный пурпуром]] ([[ἐσθής]] Polyb.; [[τήβεννος]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> (у римлян), [[одетый в претексту]] ([[στρατηγός]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ (''[[sc.]]'' [[ἐσθής]]) (лат. [[toga]] [[praetexta]]) претекста Plut.
|elrutext='''περιπόρφῠρος:''' <b class="num">1)</b> окаймленный пурпуром ([[ἐσθής]] Polyb.; [[τήβεννος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (у римлян) одетый в претексту ([[στρατηγός]] Plut.).<br /><b class="num">II</b> ἡ (sc. [[ἐσθής]]) (лат. [[toga]] [[praetexta]]) претекста Plut.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πορφυρή [[παρυφή]] («λινοῑ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιπόρφυρος]] [[ἐσθής]] [[[τήβεννα]] ή [[τήβεννος]]]» — [[λευκό]] [[ένδυμα]] με πλατιά πορφυρή [[παρυφή]] το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές<br />β) «περιπόρφυροι παῖδες» — τα [[παιδιά]] τών ελευθέρων στη [[Ρώμη]] τα οποία φορούσαν το [[παραπάνω]] [[ένδυμα]]<br />γ) «[[περιπόρφυρος]] [[ἀγών]]» — [[είδος]] αθλητικού αγωνίσματος στη [[Σιδώνα]].
|mltxt=-ον, Α<br />([[κυρίως]] για [[ένδυμα]]) αυτός που έχει πορφυρή [[παρυφή]] («λινοῖ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[περιπόρφυρος]] [[ἐσθής]] [[[τήβεννα]] ή [[τήβεννος]]]» — [[λευκό]] [[ένδυμα]] με πλατιά πορφυρή [[παρυφή]] το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές<br />β) «περιπόρφυροι παῖδες» — τα [[παιδιά]] τών ελευθέρων στη [[Ρώμη]] τα οποία φορούσαν το [[παραπάνω]] [[ένδυμα]]<br />γ) «[[περιπόρφυρος]] [[ἀγών]]» — [[είδος]] αθλητικού αγωνίσματος στη [[Σιδώνα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 22:13, 21 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπόρφῠρος Medium diacritics: περιπόρφυρος Low diacritics: περιπόρφυρος Capitals: ΠΕΡΙΠΟΡΦΥΡΟΣ
Transliteration A: peripórphyros Transliteration B: periporphyros Transliteration C: periporfyros Beta Code: peripo/rfuros

English (LSJ)

περιπόρφυρον,
A edged with purple, ἱμάτια Crates Com.31, Heraclid.Pol.69; χιτωνίσκοι Plb.3.114.4, etc.
2 π. ἐσθῆτες garments with a purple border, of the Roman toga praetexta or laticlavia, Id.6.53.7; π. τήβεννα, τήβεννος, D.H.2.70, Plu.Rom.26; and περιπόρφυρος alone, ib.25, 2.283a; π. (sc. παῖδες), pueri praetextati, Id.Publ. 18.
3 π. ἀγών part of name of an athletic contest at Sidon, IG3.129 (iii A. D.), CPHerm.54.13 (iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 589] mit Purpur umgeben; ἱμάτια, Crates bei Poll. 7, 63; ἡ περιπόρφυρος ἐσθής, ein mit Purpur ringsum besetztes Kleid, bes. die tunica u. toga praetextata od. laticlavia der Römer, Pol. 6, 53, 7 u. Sp., wie Luc. D. Mer. 9. Auch = Folgdm, Plut. Poplic. 18.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 bordé de pourpre ; περιπόρφυρος τήβεννος PLUT ou simpl.περιπόρφυρος PLUT la toge prétexte (toga prætextata) à Rome;
2 vêtu de la toge prétexte.
Étymologie: περί, πορφύρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπόρφυρος -ον [περί, πορφύρα] met purperen zoom, in Rome περιπόρφυρος τήβεννος toga praetexta Plut. Rom. 26.2 = ἡ περιπόρφυρος; Plut. Sull. 9.4; in purper gekleed:. ὁμήρους ἔδωκαν ἐξ εὐπατριδῶν περιπορφύρους δέκα als gijzelaars gaven ze tien jongens in toga praetexta Plut. Publ. 18.3.

Russian (Dvoretsky)

περιπόρφῠρος: 1) окаймленный пурпуром (ἐσθής Polyb.; τήβεννος Plut.);
2) (у римлян) одетый в претексту (στρατηγός Plut.).
II ἡ (sc. ἐσθής) (лат. toga praetexta) претекста Plut.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κυρίως για ένδυμα) αυτός που έχει πορφυρή παρυφή («λινοῖ περιπόρφυροι χιτωνίσκοι», Κράτ.)
2. φρ. α) «περιπόρφυρος ἐσθής [[[τήβεννα]] ή τήβεννος]» — λευκό ένδυμα με πλατιά πορφυρή παρυφή το οποίο φορούσαν οι Ρωμαίοι συγκλητικοί τις καθημερινές
β) «περιπόρφυροι παῖδες» — τα παιδιά τών ελευθέρων στη Ρώμη τα οποία φορούσαν το παραπάνω ένδυμα
γ) «περιπόρφυρος ἀγών» — είδος αθλητικού αγωνίσματος στη Σιδώνα.

Greek Monotonic

περιπόρφῠρος: -ον (πορφύρα), αυτός που έχει πορφυρές καταλήξεις, περιπόρφυρος ἔσθης, ένδυμα με πορφυρές παρυφές, το Ρωμ. toga praetextataή laticlavia, σε Πολύβ. κ.λπ.· απ' όπου, περι-πορφῠρό-σημοςπαῖς, , Λατ. puer praetextatus, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπόρφῠρος: -ον, ὁ ἔχων παρυφὴν πορφυρᾶν, περιπόρφυρα ἱμάτια Κράτης ἐν «Σαμίοις» 3· χιτωνίσκοι Πολύβ. 3. 114, 4, κτλ. 2) συχν. ἐν τῇ Ρωμ. ἱστορίᾳ, π. ἐσθής, ἱμάτιον μετὰ πορφυρᾶς παρυφῆς, ἡ παρὰ Ρωμαίοις toga praetextata ἢ laticlavia, Πολύβ. 6. 53, 7· π. τήβεννα ἢ τήβεννος Διον. Ἁλ. 2. 70, Πλουτ. Ρωμύλ. 26· καὶ μόνον περιπόρφυρος αὐτόθι 25., 2. 283Β· ― π. παῖς, Λατ. puer praetextatus (ἴδε περιπορφυρόσημος), Πλουτ. Ποπλικ. 18· ἐπὶ ὑπάτων κτλ., Συνέσ. 16Α.

Middle Liddell

περι-πόρφῠρος, ον, πορφύρα
edged with purple, π. ἐσθής a robe with a purple border, the Roman toga praetextata or laticlavia, Polyb., etc.