ἑτερόμαλλος: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
(CSV import)
 
m (Text replacement - "Hsch.]]s.v." to "Hsch.]] s.v.")
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eteromallos
|Transliteration C=eteromallos
|Beta Code=e(tero/mallos
|Beta Code=e(tero/mallos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">woolly, shaggy on one side</b>, <span class="bibl">Str. 5.1.12</span>: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch.s.v. [[καυνάκαι]].</span>
|Definition=ἑτερόμαλλον, [[woolly]], [[shaggy on one side]], Str. 5.1.12: alsoἑτερο-μαλλής, ές, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] [[s.v.]] [[καυνάκαι]].
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1049.png Seite 1049]] auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτερόμαλλος''': -ον, [[λάσιος]], δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον [[τρεπτέον]] εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).
}}
{{grml
|mltxt=[[ἑτερόμαλλος]], -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)<br />με [[μαλλί]] στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾶν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ετερο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[μαλλός]], [[πρβλ]]. [[δασύμαλλος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:08, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόμαλλος Medium diacritics: ἑτερόμαλλος Low diacritics: ετερόμαλλος Capitals: ΕΤΕΡΟΜΑΛΛΟΣ
Transliteration A: heterómallos Transliteration B: heteromallos Transliteration C: eteromallos Beta Code: e(tero/mallos

English (LSJ)

ἑτερόμαλλον, woolly, shaggy on one side, Str. 5.1.12: alsoἑτερο-μαλλής, ές, Hsch. s.v. καυνάκαι.

German (Pape)

[Seite 1049] auf der einen Seite zottig, Strab. V p. 218.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόμαλλος: -ον, λάσιος, δασὺς, ἐπὶ τοῦ ἑνὸς μέρους, Στράβ. 218. - ἑτερομαλλής, ές, «καυνάκαι· στρώματα ἢ ἐπιβόλαια ἑτερομαλλῆ» Ἡσύχ. ἐν λ. καυνάκαι (ἀλλὰ κατὰ Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 22, τὸ ἑτερομαλλῆ ὡς ἀσύστατον τρεπτέον εἰς τὸ ἑτερόμαλλα).

Greek Monolingual

ἑτερόμαλλος, -ον και ἑτερομαλλής, -ές (Α)
με μαλλί στο ένα από τα δύο μέρη («οἱ τάπητες... πᾶν ἀμφίμαλλόν τε καὶ ἑτερόμαλλον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + μαλλός, πρβλ. δασύμαλλος].