εὐαίσθητος: Difference between revisions
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evaisthitos | |Transliteration C=evaisthitos | ||
|Beta Code=eu)ai/sqhtos | |Beta Code=eu)ai/sqhtos | ||
|Definition= | |Definition=εὐαίσθητον, ([[αἰσθάνομαι]])<br><span class="bld">A</span> [[with quick senses]] or [[keen perceptions]], περί τι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''812b; ἐλέφας εὐ. ζῷον [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 630b21: Comp. -ότερος Pl.''Ti.''75c; τῆς καρδίας τὴν ὑπερῴαν εὐαισθητοτέραν ἔχειν Plu.2.14d: Sup. ὁ ἄνθρωπος εὐαισθητότατος τῶν ἄλλων ζῴων [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]'' 660a20; <b class="b3">τὸ εὐ</b>., = [[εὐαισθησία]], Gal.10.387. Adv. [[εὐαισθήτως]], εὐαισθήτως ἔχειν τινός = [[have keen perceptions]] of... [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''670b, cf. 661b: Comp. -οτέρως, ἔχειν περὶ ὥρας καὶ μηνῶν καὶ ἐνιαυτῶν Id.''R.''527d.<br><span class="bld">II</span> of things, [[easy to perceive]], Arist.''Cael.''289a7 (Comp.), Plu.2.956f. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] mit guten, gesunden Sinnen, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plat. Legg. VII, 812 b; κεφαλὴ εὐαισθητοτέρα Tim. 75 c; Sp. – Adv., εὐαισθήτως ἔχειν, gut wahrnehmen; – τῶν ῥυθμῶν Plat. Legg. II, 670 b, wo καὶ γιγνώσκειν dabei steht; auch compar., τὸ περὶ ὥρας εὐαισθητοτέρως ἔχειν Rep. VII, 527 d, leichter u. besser als Andere das darauf Bezügliche bemerken. – Pass. leicht wahrzunehmen, Arist. coel. 2, 6. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1055.png Seite 1055]] mit guten, gesunden Sinnen, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plat. Legg. VII, 812 b; κεφαλὴ εὐαισθητοτέρα Tim. 75 c; Sp. – Adv., εὐαισθήτως ἔχειν, gut wahrnehmen; – τῶν ῥυθμῶν Plat. Legg. II, 670 b, wo καὶ γιγνώσκειν dabei steht; auch compar., τὸ περὶ ὥρας εὐαισθητοτέρως ἔχειν Rep. VII, 527 d, leichter u. besser als Andere das darauf Bezügliche bemerken. – Pass. leicht wahrzunehmen, Arist. coel. 2, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[qui sent facilement]] <i>ou</i> vivement;<br /><b>2</b> [[facile à sentir]] <i>ou</i> à comprendre.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[αἰσθάνομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐαίσθητος:'''<br /><b class="num">1</b> [[весьма чувствительный]], [[чрезвычайно чуткий]], [[восприимчивый]] (περί τι Plat.; [[ζῷον]] Arst.; [[ὑπερῴα]] Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[ощутимый]], [[заметный]]: εὐαισθητότερα τὰ παρ᾽ ἄλληλα τιθέμενα Arst. заметнее то, что расположено рядом друг с другом. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὐαίσθητος''': -ον, ([[αἰσθάνομαι]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων εὐερέθιστα τὰ αἰσθητήρια, εὐκόλως αἰσθανόμενος ἢ ἀντιλαμβανόμενός τινος, [[περί]] τι Πλάτ. Νομ. 812C· [[ἐλέφας]] εὐ. [[ζῷον]] Ἀριστ:, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Τίμ. 75C· Ὑπερθ. ὁ [[ἄνθρωπος]] εὐαισθητότατος τῶν ἄλλων ζῴων Ἀρίστ. π. Ζ. Μορ. 2.17, 2: - τὸ εὐαίσθητον = [[εὐαισθησία]], Γαλην: -Ἐπιρρ., εὐαισθήτως ἔχειν τινός, ἔχειν ταχεῖαν ἀντίληψίν τινος, [[ταχέως]] ἀντιλαμβάνεσθαί τινος, Πλάτ. Νομ. 670Β, πρβλ. 661Β· εὐαισθητοτέρως ἔχειν [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527D. 2) ἐπὶ πραγμάτων: ὃ εὔκολον [[εἶναι]] νὰ αἰσθανθῇ ἢ νὰ διακρίνῃ τίς, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 6, 14, Πλούτ. 2. 956F. | |lstext='''εὐαίσθητος''': -ον, ([[αἰσθάνομαι]]) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων εὐερέθιστα τὰ αἰσθητήρια, εὐκόλως αἰσθανόμενος ἢ ἀντιλαμβανόμενός τινος, [[περί]] τι Πλάτ. Νομ. 812C· [[ἐλέφας]] εὐ. [[ζῷον]] Ἀριστ:, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Τίμ. 75C· Ὑπερθ. ὁ [[ἄνθρωπος]] εὐαισθητότατος τῶν ἄλλων ζῴων Ἀρίστ. π. Ζ. Μορ. 2.17, 2: - τὸ εὐαίσθητον = [[εὐαισθησία]], Γαλην: -Ἐπιρρ., εὐαισθήτως ἔχειν τινός, ἔχειν ταχεῖαν ἀντίληψίν τινος, [[ταχέως]] ἀντιλαμβάνεσθαί τινος, Πλάτ. Νομ. 670Β, πρβλ. 661Β· εὐαισθητοτέρως ἔχειν [[περί]] τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527D. 2) ἐπὶ πραγμάτων: ὃ εὔκολον [[εἶναι]] νὰ αἰσθανθῇ ἢ νὰ διακρίνῃ τίς, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 6, 14, Πλούτ. 2. 956F. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαίσθητος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται [[γρήγορα]] τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο [[ευπαθής]], ο [[εύθικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («[[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]] ή στη [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ψυχόπονος]], αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («[[ευαίσθητος]] στον πόνο του άλλου»)<br /><b>3.</b> (για όργανα μετρήσεως) αυτός που [[είναι]] πολύ [[ακριβής]] («ευαίσθητο [[θερμόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευαίσθητη [[ψυχή]]» — αισθαντική [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) <b>παθ.</b> αυτός τον οποίο [[είναι]] εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐαίσθητον</i><br />η [[ευαισθησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαίσθητα</i> (ΑΜ εὐαισθήτως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με [[ευαισθησία]], με [[ταχεία]] [[αντίδραση]] τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ταχεία]] [[ευαισθησία]], με γρήγορη [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αισθητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]]), | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐαίσθητος]], -ον)<br />αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται [[γρήγορα]] τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο [[ευπαθής]], ο [[εύθικτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («[[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]] ή στη [[ζέστη]]»)<br /><b>2.</b> ο [[ψυχόπονος]], αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («[[ευαίσθητος]] στον πόνο του άλλου»)<br /><b>3.</b> (για όργανα μετρήσεως) αυτός που [[είναι]] πολύ [[ακριβής]] («ευαίσθητο [[θερμόμετρο]]»)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ευαίσθητη [[ψυχή]]» — αισθαντική [[ψυχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για πράγματα) <b>παθ.</b> αυτός τον οποίο [[είναι]] εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί [[κάποιος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐαίσθητον</i><br />η [[ευαισθησία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευαίσθητα</i> (ΑΜ εὐαισθήτως)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />με [[ευαισθησία]], με [[ταχεία]] [[αντίδραση]] τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />με [[ταχεία]] [[ευαισθησία]], με γρήγορη [[αντίληψη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αισθητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αισθάνομαι]]), [[πρβλ]]. [[αναίσθητος]], [[ανεπαίσθητος]]. Η λ. είχε αρχικά τη [[σημασία]] «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται [[κάποιος]] εύκολα» και, κατ' [[επέκταση]], «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη [[σημασία]] κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:10, 23 March 2024
English (LSJ)
εὐαίσθητον, (αἰσθάνομαι)
A with quick senses or keen perceptions, περί τι Pl.Lg.812b; ἐλέφας εὐ. ζῷον Arist.HA 630b21: Comp. -ότερος Pl.Ti.75c; τῆς καρδίας τὴν ὑπερῴαν εὐαισθητοτέραν ἔχειν Plu.2.14d: Sup. ὁ ἄνθρωπος εὐαισθητότατος τῶν ἄλλων ζῴων Arist.PA 660a20; τὸ εὐ., = εὐαισθησία, Gal.10.387. Adv. εὐαισθήτως, εὐαισθήτως ἔχειν τινός = have keen perceptions of... Pl.Lg.670b, cf. 661b: Comp. -οτέρως, ἔχειν περὶ ὥρας καὶ μηνῶν καὶ ἐνιαυτῶν Id.R.527d.
II of things, easy to perceive, Arist.Cael.289a7 (Comp.), Plu.2.956f.
German (Pape)
[Seite 1055] mit guten, gesunden Sinnen, περὶ τοὺς ῥυθμούς Plat. Legg. VII, 812 b; κεφαλὴ εὐαισθητοτέρα Tim. 75 c; Sp. – Adv., εὐαισθήτως ἔχειν, gut wahrnehmen; – τῶν ῥυθμῶν Plat. Legg. II, 670 b, wo καὶ γιγνώσκειν dabei steht; auch compar., τὸ περὶ ὥρας εὐαισθητοτέρως ἔχειν Rep. VII, 527 d, leichter u. besser als Andere das darauf Bezügliche bemerken. – Pass. leicht wahrzunehmen, Arist. coel. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui sent facilement ou vivement;
2 facile à sentir ou à comprendre.
Étymologie: εὖ, αἰσθάνομαι.
Russian (Dvoretsky)
εὐαίσθητος:
1 весьма чувствительный, чрезвычайно чуткий, восприимчивый (περί τι Plat.; ζῷον Arst.; ὑπερῴα Plut.);
2 ощутимый, заметный: εὐαισθητότερα τὰ παρ᾽ ἄλληλα τιθέμενα Arst. заметнее то, что расположено рядом друг с другом.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαίσθητος: -ον, (αἰσθάνομαι) ὡς καὶ νῦν, ὁ ἔχων εὐερέθιστα τὰ αἰσθητήρια, εὐκόλως αἰσθανόμενος ἢ ἀντιλαμβανόμενός τινος, περί τι Πλάτ. Νομ. 812C· ἐλέφας εὐ. ζῷον Ἀριστ:, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 46, 1· Συγκρ. -ότερος, Πλάτ. Τίμ. 75C· Ὑπερθ. ὁ ἄνθρωπος εὐαισθητότατος τῶν ἄλλων ζῴων Ἀρίστ. π. Ζ. Μορ. 2.17, 2: - τὸ εὐαίσθητον = εὐαισθησία, Γαλην: -Ἐπιρρ., εὐαισθήτως ἔχειν τινός, ἔχειν ταχεῖαν ἀντίληψίν τινος, ταχέως ἀντιλαμβάνεσθαί τινος, Πλάτ. Νομ. 670Β, πρβλ. 661Β· εὐαισθητοτέρως ἔχειν περί τι ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 527D. 2) ἐπὶ πραγμάτων: ὃ εὔκολον εἶναι νὰ αἰσθανθῇ ἢ νὰ διακρίνῃ τίς, Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 6, 14, Πλούτ. 2. 956F.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὐαίσθητος, -ον)
αυτός που έχει ευερέθιστα αισθητήρια (δηλ. αντιλαμβάνεται γρήγορα τους εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς και αντιδρά σ' αυτούς), ο ευπαθής, ο εύθικτος
νεοελλ.
1. αυτός που επηρεάζεται εύκολα από διάφορες καιρικές συνθήκες («ευαίσθητος στο κρύο ή στη ζέστη»)
2. ο ψυχόπονος, αυτός που συμπαθεί τους πάσχοντες («ευαίσθητος στον πόνο του άλλου»)
3. (για όργανα μετρήσεως) αυτός που είναι πολύ ακριβής («ευαίσθητο θερμόμετρο»)
4. φρ. «ευαίσθητη ψυχή» — αισθαντική ψυχή
αρχ.
1. (για πράγματα) παθ. αυτός τον οποίο είναι εύκολο να αισθανθεί ή να αντιληφθεί κάποιος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐαίσθητον
η ευαισθησία.
επίρρ...
ευαίσθητα (ΑΜ εὐαισθήτως)
νεοελλ.-μσν.
με ευαισθησία, με ταχεία αντίδραση τών αισθήσεων σε εξωτερικούς ή εσωτερικούς ερεθισμούς
μσν.-αρχ.
με ταχεία ευαισθησία, με γρήγορη αντίληψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αισθητός (< αισθάνομαι), πρβλ. αναίσθητος, ανεπαίσθητος. Η λ. είχε αρχικά τη σημασία «αυτός που τον αισθάνεται ή τον αντιλαμβάνεται κάποιος εύκολα» και, κατ' επέκταση, «αυτός που επηρεάζεται από εξωτερικά, ερεθίσματα και καταστάσεις». Απ' αυτή τη σημασία κατέληξε να σημαίνει τον πονόψυχο και ευσυγκίνητο].