τιμωρητέον: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=timoriteon | |Transliteration C=timoriteon | ||
|Beta Code=timwrhte/on | |Beta Code=timwrhte/on | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[one must visit with vengeance]], [[punish]], τινας Isoc.15.174; τι [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]'' 867c.<br><span class="bld">II</span> [[τιμωρητέος]], [[α]], [[ον]], [[that ought to be punished]], ὑπὲρ ἁπάντων τ. ὡς κοινὸς ἐχθρός D.21.142.<br><span class="bld">III</span> -ητέον [[one must assist]], [[Herodotus|Hdt.]]7.168: pl. [[τιμωρητέα]], Th.1.86.<br><span class="bld">2</span> [[one must defend]], τῷ ἐναντίῳ λόγῳ Hp.''Acut.''37.β. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:33, 23 March 2024
English (LSJ)
A one must visit with vengeance, punish, τινας Isoc.15.174; τι Pl.Lg. 867c.
II τιμωρητέος, α, ον, that ought to be punished, ὑπὲρ ἁπάντων τ. ὡς κοινὸς ἐχθρός D.21.142.
III -ητέον one must assist, Hdt.7.168: pl. τιμωρητέα, Th.1.86.
2 one must defend, τῷ ἐναντίῳ λόγῳ Hp.Acut.37.β.
Greek (Liddell-Scott)
τῑμωρητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις νὰ βοηθήσῃ, Ἡρόδ. 7. 168· οὕτως ἐν τῷ πληθ. τιμωρητέα, Θουκ. 1. 86. 2) ἐπὶ ἰατρικῆς ἐπικουρίας ἢ βοηθείας, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 390. ΙΙ. πρέπει τις νὰ ἐκδικηθῇ, νὰ τιμωρήσῃ, τινὰ Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 186· τι Πλάτ. Νόμ. 867C. ΙΙΙ. τιμωρητέως, α, ον, ὃν πρέπει τις νὰ τιμωρήσῃ, ὑπέρ τινος Δημ. 561. 2.
Greek Monotonic
τῑμωρητέον: ρημ. επίθ., αυτό που πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ηρόδ.· ομοίως στον πληθ., τιμωρητέα, σε Θουκ.
II. αυτό για το οποίο πρέπει κάποιος να εκδικηθεί, να τιμωρήσει κάποιον, τινά, σε Ισοκρ.
III. τιμωρητέος, -α, -ον, αυτός τον οποίο πρέπει κάποιος να τιμωρήσει, σε Δημ.