ἐπανάγκης: Difference between revisions
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epanagkis | |Transliteration C=epanagkis | ||
|Beta Code=e)pana/gkhs | |Beta Code=e)pana/gkhs | ||
|Definition=used only in neut.: < | |Definition=used only in neut.:<br><span class="bld">1</span> <b class="b3">ἐπάναγκές [ἐστι]</b> [[it is compulsory]], [[necessary]], c. inf., And.1.1, [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''878e, etc.; <b class="b3">μηδὲν ἐ. ἔστω</b> let there be no [[compulsion]], ib.765a, cf.''Smp.''176e.<br><span class="bld">2</span> as adverb, [[on compulsion]], <b class="b3">ἐ. κομῶντες</b> wearing long hair [[by fixed custom]], [[Herodotus|Hdt.]]1.82; <b class="b3">ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι</b>, Aeschin.1.24, D.34.7; ἐ. λαβεῖν Men.576; ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω ''IG''22.1100.50, etc.; τὰ ἐπάναγκες ''Act.Ap.''15.28. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 13:35, 23 March 2024
English (LSJ)
used only in neut.:
1 ἐπάναγκές [ἐστι] it is compulsory, necessary, c. inf., And.1.1, Pl.Lg.878e, etc.; μηδὲν ἐ. ἔστω let there be no compulsion, ib.765a, cf.Smp.176e.
2 as adverb, on compulsion, ἐ. κομῶντες wearing long hair by fixed custom, Hdt.1.82; ἐ. λέγειν, ἐντίθεσθαι, Aeschin.1.24, D.34.7; ἐ. λαβεῖν Men.576; ἐ. βουλὴν ἀθροισάτω IG22.1100.50, etc.; τὰ ἐπάναγκες Act.Ap.15.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπᾰνάγκης: (ἀνάγκη) ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ οὐδετέρῳ: 1) ἐπάναγκες ἐστί, εἶναι ἐπάναγκες, ἀναγκαῖον, ἀνάγκη, μετ’ ἀπαρ., Ἀνδοκ. 25. 7, Πλάτ. κλ.· ἐπ. μηδὲν ἔστω, ἂς μὴ ὑπάρχῃ καταναγκασμός τις, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 765Β, πρβλ. Συμπ. 176Ε. 2) ὡς Ἐπίρρ., κατ’ ἀνάγκην, ἀναγκαστικῶς, ἐπάναγκες κομῶντες, ἔχοντες μακρὰν κόμην κατ’ ἐπικρατῆσαν ἔθιμον, Ἡρόδ. 1. 82· ἐπ. λέγειν Αἰσχίν. 4. 18, πρβλ. Δημ. 909. 8· ἐπ. λαβεῖν Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 50· ἐπ. βουλὴν ἀθροιζέτω Συλλ. Ἐπιγρ. 355. 51· τύπος τις ἐπάναγκον ἀπαντᾷ αὐτόθι 3652. 19. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Δ΄, σ. 52, 53.
Greek Monotonic
ἐπᾰνάγκης: (ἀνάγκη), μόνο σε ουδ.· ἐπάναγκές (ἐστι), είναι αναγκαίο, υπάρχει ανάγκη, με απαρ. κ.λπ.· ως επίρρ., κατά ανάγκη, αναγκαστικά, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ἀνάγκη only in neut.]
ἐπάναγκες ἐστί it is necessary, c. inf., etc.: as adv. by compulsion, Hdt.