ἐπιτροπικός: Difference between revisions

From LSJ

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
mNo edit summary
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epitropikos
|Transliteration C=epitropikos
|Beta Code=e)pitropiko/s
|Beta Code=e)pitropiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">for a trustee</b> or [[guardian]], <b class="b3">ἐ. νόμοι</b> the laws [[of guardianship]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>927e</span> ; ἐ. λόγος <span class="bibl">D.H.<span class="title">Lys.</span>20</span>, cf.Hyp.<span class="title">Or.</span>65 tit., <span class="bibl"><span class="title">BGU</span>300.24</span> (ii A.D.), <span class="title">Cod.Just.</span>3.10.1.2. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> of character, <b class="b3">εὐεργετικοὺς ἐπιτροπικοὺς χρηστοήθεις</b> <b class="b2">protective, fit to be a guardian</b> or [[trustee]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span>163</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[having held the office of procurator]], Ephes.3No.49.</span>
|Definition=ἐπιτροπική, ἐπιτροπικόν,<br><span class="bld">A</span> of or for a [[trustee]] or [[guardian]], <b class="b3">ἐπιτροπικοὶ νόμοι</b> the [[law]]s [[of guardianship]], [[Plato|Pl.]]''[[Leges|Lg.]]''927e; ἐ. λόγος D.H.''Lys.''20, cf.Hyp.''Or.''65 tit., ''BGU''300.24 (ii A.D.), ''Cod.Just.''3.10.1.2.<br><span class="bld">2</span> of character, <b class="b3">εὐεργετικοὺς ἐπιτροπικοὺς χρηστοήθεις</b> [[protective]], [[fit to be a guardian]] or [[fit to be a trustee]], Ptol.''Tetr.''163.<br><span class="bld">II</span> [[having held the office of procurator]], Ephes.3No.49.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] ή, όν, den Vormund, die Vormundschaft betreffend, νόμοι Plat. Legg. XI, 927 e; [[λόγος]] D. Hal. iud. de Lys. 20.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0997.png Seite 997]] ή, όν, den [[Vormund]], die [[Vormundschaft betreffend]], νόμοι Plat. Legg. XI, 927 e; [[λόγος]] D. Hal. iud. de Lys. 20.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτροπικός:''' [[касающийся опекунства]], [[регулирующий опеку]] (νόμοι Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιτροπικός]], -ή, -όν) [[επίτροπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιτροπική</i>, <i>τὸ ἐπιτροπικόν</i><br />α) η [[δικαιοδοσία]], η [[εξουσία]] του επιτρόπου, [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br />β) το [[έγγραφο]] με το οποίο διορίζεται [[κάποιος]] [[επίτροπος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην [[εξουσία]] του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτροπικώς</i><br />με [[επιτροπεία]], με [[εντολή]], με [[εξουσιοδότηση]], με επιτροπική [[εξουσία]].
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐπιτροπικός]], -ή, -όν) [[επίτροπος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) <i>ἡ ἐπιτροπική</i>, <i>τὸ ἐπιτροπικόν</i><br />α) η [[δικαιοδοσία]], η [[εξουσία]] του επιτρόπου, [[εξουσιοδότηση]], [[πληρεξουσιότητα]]<br />β) το [[έγγραφο]] με το οποίο διορίζεται [[κάποιος]] [[επίτροπος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην [[εξουσία]] του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επιτροπικώς</i><br />με [[επιτροπεία]], με [[εντολή]], με [[εξουσιοδότηση]], με επιτροπική [[εξουσία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιτροπικός:''' касающийся опекунства, регулирующий опеку (νόμοι Plat.).
}}
}}

Latest revision as of 22:12, 23 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτροπικός Medium diacritics: ἐπιτροπικός Low diacritics: επιτροπικός Capitals: ΕΠΙΤΡΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: epitropikós Transliteration B: epitropikos Transliteration C: epitropikos Beta Code: e)pitropiko/s

English (LSJ)

ἐπιτροπική, ἐπιτροπικόν,
A of or for a trustee or guardian, ἐπιτροπικοὶ νόμοι the laws of guardianship, Pl.Lg.927e; ἐ. λόγος D.H.Lys.20, cf.Hyp.Or.65 tit., BGU300.24 (ii A.D.), Cod.Just.3.10.1.2.
2 of character, εὐεργετικοὺς ἐπιτροπικοὺς χρηστοήθεις protective, fit to be a guardian or fit to be a trustee, Ptol.Tetr.163.
II having held the office of procurator, Ephes.3No.49.

German (Pape)

[Seite 997] ή, όν, den Vormund, die Vormundschaft betreffend, νόμοι Plat. Legg. XI, 927 e; λόγος D. Hal. iud. de Lys. 20.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτροπικός: касающийся опекунства, регулирующий опеку (νόμοι Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτροπικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἐπίτροπον, ἐπ. νόμοι, νόμοι περὶ ἐπιτροπείας, Πλάτ. Νόμ. 927Ε· ἐπ. λόγος Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 20.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐπιτροπικός, -ή, -όν) επίτροπος
μσν.- νεοελλ.
1. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἐπιτροπική, τὸ ἐπιτροπικόν
α) η δικαιοδοσία, η εξουσία του επιτρόπου, εξουσιοδότηση, πληρεξουσιότητα
β) το έγγραφο με το οποίο διορίζεται κάποιος επίτροπος
αρχ.-μσν.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον επίτροπο ή στην εξουσία του («ἐπιτροπικούς τινας νόμους... τιθέναι», Πλάτ.)
2. αυτός που εκτελεί καθήκοντα επιτρόπου (procurator).
επίρρ...
επιτροπικώς
με επιτροπεία, με εντολή, με εξουσιοδότηση, με επιτροπική εξουσία.