δαπανητής: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que costea o sufraga un gasto], δαπανητὴς [[γυμνασιαρχία]]ς <i>PMich</i>.658.7 (II d.C., cf. <i>BL</i> 8.217), cf. <i>EM</i> 40.45G., <i>Gloss</i>.3.334.
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[el que costea o sufraga un gasto]], δαπανητὴς [[γυμνασιαρχία]]ς <i>PMich</i>.658.7 (II d.C., cf. <i>BL</i> 8.217), cf. <i>EM</i> 40.45G., <i>Gloss</i>.3.334.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:47, 26 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰπᾰνητής Medium diacritics: δαπανητής Low diacritics: δαπανητής Capitals: ΔΑΠΑΝΗΤΗΣ
Transliteration A: dapanētḗs Transliteration B: dapanētēs Transliteration C: dapanitis Beta Code: dapanhth/s

English (LSJ)

δαπανητοῦ, ὁ, spendthrift, EM40.44.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
el que costea o sufraga un gasto, δαπανητὴς γυμνασιαρχίας PMich.658.7 (II d.C., cf. BL 8.217), cf. EM 40.45G., Gloss.3.334.

German (Pape)

[Seite 522] ὁ, Verschwender, E. M.

Greek Monolingual

δαπανητής, ο (Α) δαπανώ
ο σπάταλος.

Translations

spendthrift

Arabic: مُسْرِف, مُبَذِّر; Bulgarian: разточителен, прахоснически; Chinese Mandarin: 挥霍无度; Czech: utrácivý, rozmařilý; Danish: ødsel; Dutch: verkwistend, spilziek, verspillend; Finnish: tuhlaavainen; French: dépensier, prodigue; Galician: desbaldidor, desbaldidora; German: verschwenderisch; Greek: αλευροκόπης, αλευροσκόρπης, ανεπρόκοπος, άσωτη, άσωτος, αχαΐρευτη, αχαΐρευτος, εξοδιαστής, ξοδευτής, ξοδεύτρα, ξοδιαστής, ξοδιάστρα, σκορπαλευράς, σκορπαλεύρης, σκορπιοχέρα, σκορπιοχέρης, σκορπιστής, σκορποχέρα, σκορποχέρης, σπάταλη, σπάταλος, τρυπιοχέρης, χαραμοφάγος, χαραμοφάης, χαραμοφάισσα, χαραμοφάος, χαραμοφάς; Ancient Greek: ἀναλωτής, ἄσωτος, ἀταμίευτος, δαπανητής, εἰκαιοδάπανος, ἐκχυμενίτας, ἐκχύτης, ἐντρυφής, ἐξοδιαστής, ἐπαναλωτής, λαφύκτης, ναννάριον, νανναριστής, οἰκοφθόρος, παλινεκχυμενίτας, πατροφάγος, πολυανάλωτος, σιτόκουρος, σκορπιστής, σπαθητής, φιλαναλωτής; Hebrew: פַּזְרָן; Hungarian: költekező, pazarló; Khmer: ចាយវាយ; Macedonian: расипнички; Malayalam: ധൂർത്തൻ; Persian: خَراج, تَلَف‌کار; Portuguese: gastador; Russian: расточительный; Spanish: pródigo, manirroto; Turkish: müsrif, savurgan, çarçurcu