ὁλόομαι: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁλόομαι''': Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.
|lstext='''ὁλόομαι''': Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁλοῦμαι]], [[ὁλόομαι]] (Α) [[όλος]]<br />(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.
}}
}}

Revision as of 12:46, 26 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁλόομαι Medium diacritics: ὁλόομαι Low diacritics: ολόομαι Capitals: ΟΛΟΟΜΑΙ
Transliteration A: holóomai Transliteration B: holoomai Transliteration C: oloomai Beta Code: o(lo/omai

English (LSJ)

Pass., to be constituted a whole, Dam.Pr.276, cf. EM821.37.

Greek (Liddell-Scott)

ὁλόομαι: Παθ., πληροῦμαι, συμπληροῦμαι, τελειοῦμαι, Ἐτυμ. Μέγ. 821. 37.

Greek Monolingual

ὁλοῦμαι, ὁλόομαι (Α) όλος
(μόνο παθ.) συμπληρώνομαι, τελειώνομαι, ολοκληρώνομαι.