αὐτόπτης: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. gen. -εω Hdt.3.115]<br /><b class="num">1</b> [[testigo ocular o presencial]] op. ἀκοῆς ἱστορέων: μέχρι ... Ἐλεφαντίνης πόλιος αὐ. ἐλθών Hdt.2.29, τοῦτο δὲ οὐδενὸς αὐτόπτεω γενόμενον [[δύναμαι]] ἀκοῦσαι Hdt.l.c., cf. X.<i>HG</i> 6.2.31, αὐτὸς [[αὐτόπτης]] siendo testigo tú mismo</i> op. δι' ἀκοῆς αἰσθόμενος Pl.<i>Lg</i>.900a, ἢ αὐ. ἐφεώρα ἢ ... πέμπων φανερὸς ἦν τοὺς θεραπεύσοντας o bien se ocupaba él personalmente, o se le veía enviar a quienes los atendiesen</i> X.<i>Cyr</i>.5.4.18, τὰ δὲ παρὰ τῶν αὐτοπτῶν πεπυσμένοι y otros testimonios por haberlos obtenido de testigos oculares</i> op. a informes obtenidos de archivos, D.S.3.38, αὐτόπτην μάχιμον ἐφ' ἡμᾶς ἀποστείλας <i>PSI</i> 1314.9 (I a.C.), Σέργιος [[αὐτόπτης]] μυστιπόλος τριάδος <i>AP</i> 9.806<br /><b class="num">•</b>frec. como pred. de γίγνεσθαι o εἶναι: Φαῦστος ποιμὴν [[αὐτόπτης]] γενόμενος τοὺς παῖδας ἀνέτρεψε Aristid.Mil.16, ἀλλὰ ψυχῆς ταρασσομένης τὸ αὐτόπτην ἐθέλειν γενέσθαι sino que es propio de un alma turbada el querer ser testigo ocular</i> Sch.Er.<i>Il</i>.22.463, op. ἐξ ἀκοῆς: αὐ. γεγονότες μετ' ἐπιστάσεως ἀποφαινόμεθα Plb.10.11.4, ἱκανὴν δὲ πίστιν ἐπάγει τοῖς λόγοις ὡς [[αὐτόπτης]] ὤν Sch.Er.<i>Il</i>.4.470, cf. 473<br /><b class="num">•</b>c. gen. οὐ γὰρ οἷον τ' ἐνίων αὐτόπτας ἐστὶ καταστῆσαι D.22.22, οὐκ αὐτόπται ἐστὲ τῶν ὑπὸ τούτου γεγενημένων ἀδικημάτων; Din.3.15, καὶ τούτου αὐτόπται γεγένηνταί τινες Arist.<i>HA</i> 620<sup>b</sup>23, τῶν πλείστων (πράξεων) Plb.3.4.13, cf. I.<i>Ap</i>.1.55, τῶν ἐμῶν κακῶν Charito 1.4.7, οἱ ... αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου <i>Eu.Luc</i>.1.2, οἱ μὲν γὰρ αὐτόπται γεγόνεσαν ἀγομένης Hld.8.9.10, τῆς ναυμαχίας D.C.48.18.4, διὰ τὸ μηδένα τῶν λεγομένων αὐτόπτην παρεῖναι I.<i>BI</i> 3.432<br /><b class="num">•</b>[[que supervisa o vigila él mismo]] αὐτοὶ (πατέρες) τῆς τούτων (υἱῶν) μαθήσεως οὔτ' αὐτόπται γίγνονται τὸ παράπαν οὔτ' αὐτήκοοι Plu.2.9c, de Príamo Ἕκτορος δὲ αὐτόπτην ἐᾷ ἐπὶ τῷ τὸν οἶκτον αὔξειν Sch.Er.<i>Il</i>.3.305a.<br /><b class="num">2</b> [[partícipe]] ἐπεὶ δ' οἱ μὲν αὐτόπται τῶν δεινῶν ἐκ τοῦ ζῆν ἐξεχώρησαν pero una vez que los (gálatas) partícipes de los desastres habían abandonado la vida</i> Plb.2.21.2<br /><b class="num">•</b>[[que capta por sí mismo una cosa]], [[que se da cuenta]] τίς οὐκ ἂν αὐ. δόξειε γενέσθαι τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσεβείας; ¿quién no parecería percibir de inmediato la impiedad hacia los dioses?</i> Plb.15.20.4.
|dgtxt=-ου, ὁ<br /><b class="num">• Morfología:</b> [jón. gen. -εω Hdt.3.115]<br /><b class="num">1</b> [[testigo ocular o presencial]] op. ἀκοῆς ἱστορέων: μέχρι ... Ἐλεφαντίνης πόλιος αὐ. ἐλθών Hdt.2.29, τοῦτο δὲ οὐδενὸς αὐτόπτεω γενόμενον [[δύναμαι]] ἀκοῦσαι Hdt.l.c., cf. X.<i>HG</i> 6.2.31, αὐτὸς [[αὐτόπτης]] siendo testigo tú mismo</i> op. δι' ἀκοῆς αἰσθόμενος Pl.<i>Lg</i>.900a, ἢ αὐ. ἐφεώρα ἢ ... πέμπων φανερὸς ἦν τοὺς θεραπεύσοντας o bien se ocupaba él personalmente, o se le veía enviar a quienes los atendiesen</i> X.<i>Cyr</i>.5.4.18, τὰ δὲ παρὰ τῶν αὐτοπτῶν πεπυσμένοι y otros testimonios por haberlos obtenido de testigos oculares</i> op. a informes obtenidos de archivos, [[Diodorus Siculus|D.S.]]3.38, αὐτόπτην μάχιμον ἐφ' ἡμᾶς ἀποστείλας <i>PSI</i> 1314.9 (I a.C.), Σέργιος [[αὐτόπτης]] μυστιπόλος τριάδος <i>AP</i> 9.806<br /><b class="num">•</b>frec. como pred. de γίγνεσθαι o εἶναι: Φαῦστος ποιμὴν [[αὐτόπτης]] γενόμενος τοὺς παῖδας ἀνέτρεψε Aristid.Mil.16, ἀλλὰ ψυχῆς ταρασσομένης τὸ αὐτόπτην ἐθέλειν γενέσθαι sino que es propio de un alma turbada el querer ser testigo ocular</i> Sch.Er.<i>Il</i>.22.463, op. ἐξ ἀκοῆς: αὐ. γεγονότες μετ' ἐπιστάσεως ἀποφαινόμεθα Plb.10.11.4, ἱκανὴν δὲ πίστιν ἐπάγει τοῖς λόγοις ὡς [[αὐτόπτης]] ὤν Sch.Er.<i>Il</i>.4.470, cf. 473<br /><b class="num">•</b>c. gen. οὐ γὰρ οἷον τ' ἐνίων αὐτόπτας ἐστὶ καταστῆσαι D.22.22, οὐκ αὐτόπται ἐστὲ τῶν ὑπὸ τούτου γεγενημένων ἀδικημάτων; Din.3.15, καὶ τούτου αὐτόπται γεγένηνταί τινες Arist.<i>HA</i> 620<sup>b</sup>23, τῶν πλείστων (πράξεων) Plb.3.4.13, cf. I.<i>Ap</i>.1.55, τῶν ἐμῶν κακῶν Charito 1.4.7, οἱ ... αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου <i>Eu.Luc</i>.1.2, οἱ μὲν γὰρ αὐτόπται γεγόνεσαν ἀγομένης Hld.8.9.10, τῆς ναυμαχίας D.C.48.18.4, διὰ τὸ μηδένα τῶν λεγομένων αὐτόπτην παρεῖναι I.<i>BI</i> 3.432<br /><b class="num">•</b>[[que supervisa o vigila él mismo]] αὐτοὶ (πατέρες) τῆς τούτων (υἱῶν) μαθήσεως οὔτ' αὐτόπται γίγνονται τὸ παράπαν οὔτ' αὐτήκοοι Plu.2.9c, de Príamo Ἕκτορος δὲ αὐτόπτην ἐᾷ ἐπὶ τῷ τὸν οἶκτον αὔξειν Sch.Er.<i>Il</i>.3.305a.<br /><b class="num">2</b> [[partícipe]] ἐπεὶ δ' οἱ μὲν αὐτόπται τῶν δεινῶν ἐκ τοῦ ζῆν ἐξεχώρησαν pero una vez que los (gálatas) partícipes de los desastres habían abandonado la vida</i> Plb.2.21.2<br /><b class="num">•</b>[[que capta por sí mismo una cosa]], [[que se da cuenta]] τίς οὐκ ἂν αὐ. δόξειε γενέσθαι τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσεβείας; ¿quién no parecería percibir de inmediato la impiedad hacia los dioses?</i> Plb.15.20.4.
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Latest revision as of 07:17, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόπτης Medium diacritics: αὐτόπτης Low diacritics: αυτόπτης Capitals: ΑΥΤΟΠΤΗΣ
Transliteration A: autóptēs Transliteration B: autoptēs Transliteration C: aftoptis Beta Code: au)to/pths

English (LSJ)

αὐτόπτου, ὁ, seeing oneself, eyewitness, Hdt.2.29, 3.115, al., Pl.Lg.900a, Euang.1.4, Din.3.15, D.22.22, etc.:—fem. αὐτόπτις, ἡ, Sch.Il.Oxy.1086.96.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ
• Morfología: [jón. gen. -εω Hdt.3.115]
1 testigo ocular o presencial op. ἀκοῆς ἱστορέων: μέχρι ... Ἐλεφαντίνης πόλιος αὐ. ἐλθών Hdt.2.29, τοῦτο δὲ οὐδενὸς αὐτόπτεω γενόμενον δύναμαι ἀκοῦσαι Hdt.l.c., cf. X.HG 6.2.31, αὐτὸς αὐτόπτης siendo testigo tú mismo op. δι' ἀκοῆς αἰσθόμενος Pl.Lg.900a, ἢ αὐ. ἐφεώρα ἢ ... πέμπων φανερὸς ἦν τοὺς θεραπεύσοντας o bien se ocupaba él personalmente, o se le veía enviar a quienes los atendiesen X.Cyr.5.4.18, τὰ δὲ παρὰ τῶν αὐτοπτῶν πεπυσμένοι y otros testimonios por haberlos obtenido de testigos oculares op. a informes obtenidos de archivos, D.S.3.38, αὐτόπτην μάχιμον ἐφ' ἡμᾶς ἀποστείλας PSI 1314.9 (I a.C.), Σέργιος αὐτόπτης μυστιπόλος τριάδος AP 9.806
frec. como pred. de γίγνεσθαι o εἶναι: Φαῦστος ποιμὴν αὐτόπτης γενόμενος τοὺς παῖδας ἀνέτρεψε Aristid.Mil.16, ἀλλὰ ψυχῆς ταρασσομένης τὸ αὐτόπτην ἐθέλειν γενέσθαι sino que es propio de un alma turbada el querer ser testigo ocular Sch.Er.Il.22.463, op. ἐξ ἀκοῆς: αὐ. γεγονότες μετ' ἐπιστάσεως ἀποφαινόμεθα Plb.10.11.4, ἱκανὴν δὲ πίστιν ἐπάγει τοῖς λόγοις ὡς αὐτόπτης ὤν Sch.Er.Il.4.470, cf. 473
c. gen. οὐ γὰρ οἷον τ' ἐνίων αὐτόπτας ἐστὶ καταστῆσαι D.22.22, οὐκ αὐτόπται ἐστὲ τῶν ὑπὸ τούτου γεγενημένων ἀδικημάτων; Din.3.15, καὶ τούτου αὐτόπται γεγένηνταί τινες Arist.HA 620b23, τῶν πλείστων (πράξεων) Plb.3.4.13, cf. I.Ap.1.55, τῶν ἐμῶν κακῶν Charito 1.4.7, οἱ ... αὐτόπται καὶ ὑπηρέται γενόμενοι τοῦ λόγου Eu.Luc.1.2, οἱ μὲν γὰρ αὐτόπται γεγόνεσαν ἀγομένης Hld.8.9.10, τῆς ναυμαχίας D.C.48.18.4, διὰ τὸ μηδένα τῶν λεγομένων αὐτόπτην παρεῖναι I.BI 3.432
que supervisa o vigila él mismo αὐτοὶ (πατέρες) τῆς τούτων (υἱῶν) μαθήσεως οὔτ' αὐτόπται γίγνονται τὸ παράπαν οὔτ' αὐτήκοοι Plu.2.9c, de Príamo Ἕκτορος δὲ αὐτόπτην ἐᾷ ἐπὶ τῷ τὸν οἶκτον αὔξειν Sch.Er.Il.3.305a.
2 partícipe ἐπεὶ δ' οἱ μὲν αὐτόπται τῶν δεινῶν ἐκ τοῦ ζῆν ἐξεχώρησαν pero una vez que los (gálatas) partícipes de los desastres habían abandonado la vida Plb.2.21.2
que capta por sí mismo una cosa, que se da cuenta τίς οὐκ ἂν αὐ. δόξειε γενέσθαι τῆς πρὸς τοὺς θεοὺς ἀσεβείας; ¿quién no parecería percibir de inmediato la impiedad hacia los dioses? Plb.15.20.4.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui voit de ses propres yeux, témoin oculaire.
Étymologie: αὐτός, ὄψομαι.

German (Pape)

ὁ, selbstsehend, Augenzeuge, Her. 4.16 und öfter; Din. 3.15; Dem. 22.22 und sonst.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόπτης: ου ὁ личный свидетель, очевидец (Her., Xen., Plut.; τινός Arst., Dem., Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόπτης: -ου, ὁ, ὁ ἰδίοις ὄμμασι βλέπων, Ἡρόδ. 2. 29., 3. 115, κ. ἀλλ., Πλάτ. Νόμ. 900A, Εὐάγγελος ἐν «Ἀνακαλυπτομένῃ» 1. 4. - εὕρηται καὶ θηλ. αὐτόπτις ἐν τοῖς εἰς Ἰλιάδα Σχολίοις, ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 196.

English (Strong)

from αὐτός and ὀπτάνομαι; self-seeing, i.e. an eye-witness: eye-witness.

English (Thayer)

ἀυτοπτου, ὁ (αὐτός, όπτω), seeing with one's own eyes, an eye-witness (cf. αὐτήκοος one who has himself heard a thing): Herodotus down.)

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόπτης, ο, θηλ. αὐτόπτις, η)
αυτός που είδε κάτι με τα ίδια του τα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ-(ο)- + -οπτης < οπ-, όπωπα (παρακμ. του ορώ) (πρβλ. επόπτης, υπερόπτης)].

Greek Monotonic

αὐτόπτης: -ου, ὁ (ὄψομαι, μέλ. του ὁράω), αυτός που βλέπει ο ίδιος με τα μάτια του, αυτόπτης μάρτυρας, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ὄψομαι, fut. of ὁράω
seeing oneself, an eyewitness, Hdt.

Chinese

原文音譯:aÙtoà 凹徒
詞類次數:副詞(4)
原文字根:同一的
字義溯源:相同地,在這裏,在那裏;源自(αὐτός)=自己);而 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)
出現次數:總共(4);太(1);徒(3)
譯字彙編
1) 在那裏(3) 徒15:34; 徒18:19; 徒21:4;
2) 在這裏(1) 太26:36
原文音譯:aÙtoà 好徒
詞類次數:代名詞(659)
原文字根:同一的
字義溯源:自己,他,她,它,同一,正是,彼此;源自(ἑαυτοῦ)=他自己);而 (ἑαυτοῦ)出自(αὐτός)=自己), (αὐτός)又出自(Ἀττάλεια)X*=反身)。(和合本多用 (αὐτόπτης)而少用 (αὐτός))
出現次數:總共(1581);太(292);可(149);路(250);約(139);徒(130);羅(68);林前(21);林後(24);加(8);弗(34);腓(7);西(11);帖前(6);帖後(5);提前(1);提後(11);多(4);來(57);雅(20);彼前(13);彼後(9);約壹(50);約貳(3);約叄(2);猶(4);啓(263)
譯字彙編
1) 他的(696)數量太多,不能盡錄;
2) 他(236)數量太多,不能盡錄;
3) 他們的(162)數量太多,不能盡錄;
4) 他們(86) 太9:2; 太9:35; 太9:36; 太13:43; 太18:2; 可1:23; 可1:39; 路1:66; 路2:22; 路3:15; 路4:15; 路5:22; 路8:12; 路9:47; 路13:1; 路23:23; 約3:19; 約4:38; 約10:39; 徒1:19; 徒7:41; 徒7:54; 徒9:24; 徒12:20; 徒13:50; 徒16:19; 徒17:26; 徒23:10; 徒23:29; 徒27:21; 羅1:21; 羅1:24; 羅1:26; 羅3:13; 羅11:15; 羅15:27; 羅16:5; 林前8:12; 林前16:19; 林後3:15; 林後8:2; 林後8:2; 林後9:14; 弗4:17; 弗4:18; 多1:12; 來2:10; 來8:9; 彼前3:14; 彼後2:12; 彼後3:3; 猶1:15; 猶1:16; 啓5:11; 啓6:11; 啓6:11; 啓6:17; 啓7:9; 啓7:11; 啓7:17; 啓9:5; 啓9:16; 啓9:21; 啓9:21; 啓9:21; 啓9:21; 啓11:5; 啓11:5; 啓11:6; 啓11:7; 啓11:8; 啓11:9; 啓11:16; 啓12:11; 啓13:16; 啓13:16; 啓14:1; 啓14:2; 啓14:5; 啓14:11; 啓17:17; 啓18:19; 啓20:12; 啓21:4; 啓21:8; 啓22:14;
5) 她的(55) 太2:18; 太8:15; 太10:35; 太10:35; 太11:19; 太14:11; 太15:28; 太20:20; 太24:29; 可6:28; 可7:26; 可7:30; 路1:5; 路1:36; 路2:6; 路2:19; 路2:51; 路7:44; 路8:44; 路8:54; 路8:55; 路8:56; 約4:28; 約16:21; 徒5:10; 徒8:27; 徒9:40; 徒16:15; 徒16:16; 徒16:19; 林前7:39; 加4:25; 加4:30; 約貳1:1; 啓2:21; 啓2:23; 啓12:1; 啓12:1; 啓12:5; 啓12:14; 啓17:4; 啓17:4; 啓17:5; 啓17:16; 啓18:4; 啓18:4; 啓18:5; 啓18:5; 啓18:6; 啓18:7; 啓18:8; 啓18:15; 啓19:2; 啓19:3; 啓21:2;
6) 自己的(31) 太1:21; 太10:36; 太16:26; 太16:26; 太17:25; 太18:35; 太19:3; 太23:4; 太27:60; 可6:1; 可6:4; 可8:12; 可8:36; 可12:44; 可13:34; 路1:56; 路2:39; 路8:3; 路18:13; 徒15:14; 徒15:26; 弗1:20; 弗2:15; 來2:4; 來7:5; 來8:11; 來8:11; 來11:22; 啓16:10; 啓17:13; 啓20:13;
7) 她(28) 太5:31; 太9:25; 太14:8; 可5:29; 可7:25; 可10:12; 可12:44; 路2:7; 路7:35; 路8:43; 約11:1; 約11:5; 約11:28; 啓12:4; 啓12:17; 啓14:8; 啓17:2; 啓18:3; 啓18:3; 啓18:3; 啓18:4; 啓18:10; 啓18:15; 啓18:19; 啓18:20; 啓18:20; 啓18:24; 啓19:2;
8) 自己(25) 可6:4; 可8:35; 路4:24; 路5:25; 路5:29; 路9:24; 路10:38; 約8:1; 約12:25; 約12:25; 徒19:18; 林前5:13; 林前6:14; 林後1:9; 來4:10; 來9:26; 來11:35; 雅1:23; 彼前1:3; 啓1:5; 啓9:20; 啓11:11; 啓11:16; 啓12:11; 啓22:14;
9) 其(18) 太22:7; 太23:22; 路1:20; 路21:21; 西3:9; 來7:18; 雅1:27; 啓1:16; 啓4:8; 啓6:14; 啓8:12; 啓9:10; 啓13:1; 啓13:12; 啓16:21; 啓20:3; 啓21:14; 啓22:2;
10) 它的(16) 太7:27; 太12:33; 太12:33; 太13:32; 太24:31; 太26:52; 可4:32; 可13:24; 可13:28; 路4:6; 路13:19; 路14:29; 羅6:12; 雅5:18; 啓12:16; 啓16:12;
11) 牠的(15) 太17:27; 太23:37; 路19:33; 林後11:3; 林後11:15; 啓12:7; 啓12:9; 啓12:15; 啓13:2; 啓13:2; 啓13:3; 啓13:6; 啓13:18; 啓14:11; 啓16:2;
12) 牠(14) 提後2:26; 啓13:2; 啓13:3; 啓13:17; 啓14:9; 啓14:11; 啓15:2; 啓15:2; 啓15:2; 啓16:10; 啓19:20; 啓19:20; 啓20:4; 啓20:7;
13) 牠們(12) 太15:27; 雅3:3; 啓9:7; 啓9:7; 啓9:8; 啓9:9; 啓9:10; 啓9:17; 啓9:18; 啓9:19; 啓9:19; 啓9:19;
14) 城的(9) 啓21:15; 啓21:15; 啓21:16; 啓21:16; 啓21:17; 啓21:18; 啓21:22; 啓21:24; 啓21:25;
15) 城(8) 啓21:22; 啓21:23; 啓21:23; 啓21:24; 啓21:26; 啓21:27; 啓22:2; 啓22:3;
16) 把他的(8) 太25:14; 可6:28; 可13:27; 可13:34; 約19:38; 雅2:21; 啓10:2; 啓16:19;
17) (他的)(7) 太3:4; 太5:2; 太15:6; 太22:7; 路16:23; 徒20:36; 羅1:20;
18) 牠們的(7) 太7:6; 可9:44; 可9:46; 可9:48; 啓9:11; 啓12:8; 啓19:21;
19) 其上(6) 可2:21; 約壹2:17; 啓5:2; 啓5:5; 啓5:9; 啓6:13;
20) 對他的(6) 太9:11; 太9:37; 太19:23; 太22:8; 可10:23; 約6:12;
21) 為他的(4) 可6:21; 可12:19; 來1:7; 啓19:2;
22) 他自己(4) 可15:20; 約14:10; 徒22:20; 羅3:26;
23) (他們的)(4) 太17:8; 太23:5; 太23:5; 路1:7;
24) 的(4) 太6:14; 徒17:16; 弗1:9; 啓7:3;
25) (他)(4) 太5:45; 路11:22; 約9:18; 徒8:35;
26) 用他(3) 路16:24; 帖後2:8; 帖後2:8;
27) 其中(3) 徒15:16; 林前9:7; 林前9:23;
28) 把他(3) 太25:18; 啓14:16; 啓14:19;
29) 對他(3) 太1:24; 太20:8; 可14:32;
30) 在他的(3) 可2:8; 來4:13; 雅1:18;
31) 就對他的(3) 太16:24; 太26:1; 可2:16;
32) 將他(3) 可6:29; 羅9:23; 弗2:7;
33) (她的)(2) 可14:9; 路1:18;
34) (本身)(2) 雅1:11; 雅1:11;
35) 將自己的(2) 彼前4:19; 啓17:17;
36) 其上的(2) 雅5:3; 啓14:18;
37) 將他們的(2) 路19:36; 林後5:19;
38) 將他的(2) 加1:16; 多1:3;
39) 將他們(2) 路19:35; 啓7:14;
40) 自己⋯的(2) 太16:25; 太16:25;
41) 用他的(2) 可7:33; 徒5:31;
42) 在他們(2) 路1:51; 羅15:27;
43) (牠的)(2) 路19:31; 路19:34;
44) 為他(2) 太3:16; 可6:17;
45) 此(2) 太13:44; 約壹2:28;
46) 他自己的(2) 太13:54; 路9:26;
47) 相同的(1) 來4:11;
48) 與他們的(1) 來8:9;
49) 一天的(1) 太6:34;
50) 到他(1) 太5:1;
51) 與他的(1) 雅2:22;
52) 敬虔(1) 提後3:5;
53) 他的人(1) 提後2:19;
54) 使他的(1) 弗1:14;
55) 使他(1) 弗1:6;
56) 受他們(1) 加2:13;
57) 向他的(1) 西1:26;
58) (那)(1) 帖前1:10;
59) 你們自己(1) 彼前2:5;
60) 在他(1) 帖前2:19;
61) 各(1) 太11:1;
62) 神的(1) 約壹3:9;
63) 為她(1) 啓21:11;
64) 馬者(1) 啓19:18;
65) 有其(1) 啓13:12;
66) 本(1) 太2:12;
67) 為城(1) 啓21:23;
68) 與他一樣的(1) 太2:3;
69) 各人(1) 啓22:12;
70) 將牠(1) 啓13:2;
71) 在其(1) 啓13:1;
72) 它們(1) 啓8:12;
73) 他們中(1) 約叄1:9;
74) 把他們(1) 啓11:9;
75) 主(1) 啓11:15;
76) (牠)的(1) 啓12:16;
77) 與牠(1) 啓12:9;
78) 其中的(1) 太4:8;
79) 同樣的(1) 林後1:6;
80) 它們的(1) 太23:26;
81) 財主的(1) 路16:1;
82) 得他(1) 路10:7;
83) 給他的(1) 太22:25;
84) (各)(1) 太21:41;
85) 從他的(1) 路20:26;
86) 各人的(1) 太16:27;
87) 用自己(1) 路7:38;
88) 他們中間(1) 路5:30;
89) 利未(1) 可2:15;
90) 對她的(1) 可6:24;
91) 把他們的(1) 可11:8;
92) (對她的)(1) 太26:13;
93) 向他(1) 路1:62;
94) 那些日子(1) 路4:2;
95) 她作(1) 路2:36;
96) 它(1) 路21:20;
97) 照他們的(1) 路23:25;
98) 而其(1) 羅7:25;
99) 因他的(1) 羅3:24;
100) 他們自己(1) 羅1:27;
101) 屬他的(1) 羅8:9;
102) 比他(1) 林前10:22;
103) 把自己的(1) 可11:7;
104) 我們自己(1) 林後1:4;
105) 讓他們(1) 羅1:24;
106) 女神之(1) 徒19:27;
107) 說謊者的(1) 約8:44;
108) 她們(1) 路24:11;
109) 用她(1) 約11:2;
110) 用他們的(1) 徒14:11;
111) 書的(1) 徒19:19;
112) 屬於他(1) 徒16:33;
113) 他們有(1) 林後8:2
原文音譯:aÙtÒpthj 凹特-哦普帖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:同一的-觀看(者)
字義溯源:親眼看見,目擊者;由(αὐτός)=自己)與(ὀπτάνομαι)*=注視)組成;其中 (αὐτός)出自(Ἀττάλεια)X*=反身)。路加在他所寫的福音書的開頭就說,他所寫的,是根據那些目擊者(αὐτόπτης))的第一手資料,是絕對可信靠的( 路1:2)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 親眼看見的(1) 路1:2

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού βλέπει μέ τά ἴδια του τά μάτια). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + ὄψομαι τοῦ ὁρῶ, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

eyewitness

Afrikaans: ooggetuie sg; Arabic: شاهد عيان‎; Armenian: ականատես, վկա; Azerbaijani: şahid; Bashkir: шаһит; Belarusian: відавочца; Bulgarian: очевидец; Catalan: testimoni ocular; Chinese Mandarin: 目擊者/目击者, 目擊者/目击者, 目擊證人/目击证人; Czech: očitý svědek; Danish: øjenvidne; Dutch: ooggetuige; Finnish: silminnäkijä; French: témoin oculaire; Georgian: თვითმხილველის; German: Augenzeuge, Augenzeugin; Greek: αυτόπτης μάρτυρας; Ancient Greek: αὐτεπίσκοπος, αὐτόμαρτυς, αὐτόπτης, αὐτόπτις, ἐπόπτης, ἐφόπτης, κατόπτης, ὀπτήρ; Hebrew: עד ראיה‎; Hindi: गवाह; Hungarian: szemtanú; Indonesian: saksi mata; Italian: testimone oculare; Japanese: 目撃者, 実見者; Kazakh: көз көрген, куә; Korean: 목격자; Latin: arbiter, arbitra; Latvian: aculiecinieks; Lithuanian: liùdininkas; Luxembourgish: Aenzeien; Macedonian: очевидец; Malayalam: ദൃക്‌സാക്ഷി; Mongolian: гэрч; Norwegian Bokmål: øyenvitne, øyevitne; Nynorsk: augevitne, augnevitne; Persian: شاهد عینی‎; Polish: naoczny świadek; Portuguese: testemunha ocular; Romanian: martor ocular; Russian: очевидец, свидетель; Serbo-Croatian: očevidac; Spanish: testigo ocular; Swedish: ögonvittne; Tajik: шоҳид; Thai:, ประจักษ์พยาน, สักขีพยาน; Turkish: görgü tanığı; Ukrainian: очевидець самовидець; Uzbek: guvoh