ἀρχαιολογία: Difference between revisions

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=archaiologia
|Transliteration C=archaiologia
|Beta Code=a)rxaiologi/a
|Beta Code=a)rxaiologi/a
|Definition=ἡ, [[antiquarian lore]], [[ancient legends]] or [[history]], Pl. ''Hp.Ma.''285d, D.S.2.46, D.H.1.4, Str.11.14.12; title of works by Cleanthes, Josephus, and Hieronymus Aegyptius, cf. J.''AJ''1.3.6.
|Definition=ἡ, [[antiquarian lore]], [[ancient legends]] or [[history]], Pl. ''Hp.Ma.''285d, [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.46, D.H.1.4, Str.11.14.12; title of works by Cleanthes, Josephus, and Hieronymus Aegyptius, cf. J.''AJ''1.3.6.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[historia antigua]], [[leyendas antiguas]] πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶνται Pl.<i>Hp.Ma</i>.285d, ἐν ταῖς ἀρχαιολογίαις D.S.1.9, cf. D.S.2.46, 4.1, D.H.1.4, Str.9.5.16, 11.14.12, Ph.1.513, 2.292, Plu.<i>Thes</i>.1, 2.855d, Philostr.<i>VS</i> 510<br /><b class="num">•</b>como tít. de obras [[Antigüedades]] Φανόδημος ὁ τὴν Ἀττικὴν γράψας ἀρχαιολογίαν D.H.1.61, Ἱερώνυμος ... ὁ τὴν ἀρχαιολογίαν τὴν Φοινικικὴν συγγραψάμενος I.<i>AI</i> 1.94, Μωσέως ἐν ταῖς ... ἀρχαιολογίαις κατακλυσμὸν ἱστορήσαντος Eus.<i>PE</i> 9.10.7, cf. Cleanth.<i>Stoic</i>.1.107, Ῥωμαϊκὴ ἀ. D.H.tít., Ἰουδαϊκὴ ἀ. I.<i>AI</i> tít.
|dgtxt=-ας, ἡ<br />[[historia antigua]], [[leyendas antiguas]] πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶνται Pl.<i>Hp.Ma</i>.285d, ἐν ταῖς ἀρχαιολογίαις [[Diodorus Siculus|D.S.]]1.9, cf. [[Diodorus Siculus|D.S.]]2.46, 4.1, D.H.1.4, Str.9.5.16, 11.14.12, Ph.1.513, 2.292, Plu.<i>Thes</i>.1, 2.855d, Philostr.<i>VS</i> 510<br /><b class="num">•</b>como tít. de obras [[Antigüedades]] Φανόδημος ὁ τὴν Ἀττικὴν γράψας ἀρχαιολογίαν D.H.1.61, Ἱερώνυμος ... ὁ τὴν ἀρχαιολογίαν τὴν Φοινικικὴν συγγραψάμενος I.<i>AI</i> 1.94, Μωσέως ἐν ταῖς ... ἀρχαιολογίαις κατακλυσμὸν ἱστορήσαντος Eus.<i>PE</i> 9.10.7, cf. Cleanth.<i>Stoic</i>.1.107, Ῥωμαϊκὴ ἀ. D.H.tít., Ἰουδαϊκὴ ἀ. I.<i>AI</i> tít.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀρχαιολογία:''' ἡ рассказ(ы) [[о старине]] lat., Diod., Plut.
|elrutext='''ἀρχαιολογία:''' ἡ рассказ(ы) о старине Plat., Diod., Plut.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:55, 27 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρχαιολογία Medium diacritics: ἀρχαιολογία Low diacritics: αρχαιολογία Capitals: ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: archaiología Transliteration B: archaiologia Transliteration C: archaiologia Beta Code: a)rxaiologi/a

English (LSJ)

ἡ, antiquarian lore, ancient legends or history, Pl. Hp.Ma.285d, D.S.2.46, D.H.1.4, Str.11.14.12; title of works by Cleanthes, Josephus, and Hieronymus Aegyptius, cf. J.AJ1.3.6.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
historia antigua, leyendas antiguas πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶνται Pl.Hp.Ma.285d, ἐν ταῖς ἀρχαιολογίαις D.S.1.9, cf. D.S.2.46, 4.1, D.H.1.4, Str.9.5.16, 11.14.12, Ph.1.513, 2.292, Plu.Thes.1, 2.855d, Philostr.VS 510
como tít. de obras Antigüedades Φανόδημος ὁ τὴν Ἀττικὴν γράψας ἀρχαιολογίαν D.H.1.61, Ἱερώνυμος ... ὁ τὴν ἀρχαιολογίαν τὴν Φοινικικὴν συγγραψάμενος I.AI 1.94, Μωσέως ἐν ταῖς ... ἀρχαιολογίαις κατακλυσμὸν ἱστορήσαντος Eus.PE 9.10.7, cf. Cleanth.Stoic.1.107, Ῥωμαϊκὴ ἀ. D.H.tít., Ἰουδαϊκὴ ἀ. I.AI tít.

German (Pape)

[Seite 364] ἡ, Erzählungen alter Geschichte, Plat. Hipp. mai. 285 d u. öfter; D. Sic. 2, 46; Plut.

Russian (Dvoretsky)

ἀρχαιολογία: ἡ рассказ(ы) о старине Plat., Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρχαιολογία: ἡ, ἱστορικὴ ἔρευνα ἀρχαίων πραγμάτων, ἐξέτασις ἀρχαίων μύθων καὶ παραδόσεων, περὶ πάσης τῆς ἀρχαιολογίας ἥδιστα ἀκροῶμαι Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285D, Διόδ. 2. 46, Διον. Ἁλ. 1.4.

Greek Monolingual

η (Α ἀρχαιολογία)
νεοελλ.
επιστήμη που μελετά τα αρχαία μνημεία
αρχ.
η εξέταση ή η αφήγηση αρχαίων μύθων και παραδόσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -λογία < λόγος < λέγω.