τραγῳδιογράφος: Difference between revisions
From LSJ
Βίου δικαίου γίγνεται τέλος καλόν → Vitae colentis aequa, pulcher exitus → Ein Leben, das gerecht verläuft, das endet schön
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)γράφος" to "Full diacritics=$1γρᾰ́φος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=τρᾰγῳδιογρᾰ́φος | ||
|Medium diacritics=τραγῳδιογράφος | |Medium diacritics=τραγῳδιογράφος | ||
|Low diacritics=τραγωδιογράφος | |Low diacritics=τραγωδιογράφος |
Latest revision as of 12:05, 29 March 2024
English (LSJ)
[γρᾰ], ὁ, writer of tragedies, Plb.2.17.6, 3.48.8, D.S.14.43, A.D.Adv.188.27 (where the Ms. reading is corroborated by the context), Baillet Inscr. des tombeaux des rois à Thèbes 1547.
German (Pape)
[Seite 1133] Tragödien schreibend, Pol. 2, 17, 6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
auteur de tragédie.
Étymologie: τραγῳδία, γράφω.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγῳδιογράφος: (ᾰφ) ὁ трагедиограф, трагик, автор трагедий Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγῳδιογράφος: -ον, ὁ γράφων τραγῳδίας, Πολύβ. 2. 17, 6., 3. 48, 8, κλπ.
Greek Monolingual
ο / τραγῳδιογράφος, -ον, ΝΑ
συγγραφέας τραγωδιών, τραγικός ποιητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τραγῳδία + -γράφος].
Greek Monotonic
τρᾰγῳδιογράφος: -ον (γράφω), αυτός που γράφει τραγωδίες, σε Πολύβ.