συμφράδμων: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
(Autenrieth)
m (Text replacement - "Rath" to "Rat")
 
(20 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symfradmon
|Transliteration C=symfradmon
|Beta Code=sumfra/dmwn
|Beta Code=sumfra/dmwn
|Definition=ονος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who joins in considering, counsellor</b>, αἲ γὰρ . . τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν <span class="bibl">Il.2.372</span>; σ. θέσθαι τινά <span class="bibl">Call.<span class="title">Aet.</span>3.1.28</span>, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, <span class="bibl">Tryph.112</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">harmonious, in accord</b>, κανόνες σ. αὐλῶν <span class="title">AP</span>9.365 (Jul.); θυμός A.R.<span class="title">Fr.</span>8.</span>
|Definition=-ονος, ὁ, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[one who joins in considering]], [[counsellor]], αἲ γὰρ.. τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372; σ. θέσθαι τινά Call.''Aet.''3.1.28, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112.<br><span class="bld">II</span> [[harmonious]], [[in accord]], κανόνες σ. αὐλῶν ''AP''9.365 (Jul.); θυμός A.R.''Fr.''8.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] ονος, ὁ, ἡ, mitrathend, mit gutem Rathe beistehend, αἲ γὰρ τοιοῦτοι [[δέκα]] μοι συμφράδμονες [[εἶεν]] Il. 2, 372, u. sp. D., wie Iulian. rex 2 (IX, 365).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0992.png Seite 992]] ονος, ὁ, ἡ, mitrathend, mit gutem Rate beistehend, αἲ γὰρ τοιοῦτοι [[δέκα]] μοι συμφράδμονες [[εἶεν]] Il. 2, 372, u. sp. D., wie Iulian. rex 2 (IX, 365).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''συμφράδμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[σύμβουλος]], αἲ γάρ… τοιοῦτοι [[δέκα]] μοι συμφράδμονες [[εἶεν]] Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, [[ἵσταται]] ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />[[qui délibère avec]], [[conseiller]].<br />'''Étymologie:''' [[συμφράζω]].
}}
{{elnl
|elnltext=συμφράδμων -ονος, ὁ [συμφράζω] [[raadgever]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />qui délibère avec, conseiller.<br />'''Étymologie:''' [[συμφράζω]].
|elrutext='''συμφράδμων:''' ονος adj.<br /><b class="num">1</b> [[подающий советы]], [[советующий]], [[советник]] Hom.;<br /><b class="num">2</b> [[согласно звучащий]], [[созвучный]] (κανόνες αὐλῶν Anth.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[φράζω]]): counselling [[together]], pl., [[joint]] counsellors, Il. 2.372†.
|auten=([[φράζω]]): counselling [[together]], pl., [[joint]] counsellors, Il. 2.372†.
}}
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σύμβουλος]] («[[συμφράδμων]] Ὀδυσῆι παρίστατο θοῦρις [[Ἀθήνη]]», Τρυφιόδ.)<br /><b>2.</b> [[αρμονικός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «συμφράδμονα θέσθαί τινα» — το να κάνει [[κανείς]] κάποιον σύμβουλό του (<b>Καλλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[συμφράζομαι]] «[[συσκέπτομαι]], [[συμβουλεύω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μων</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ὁμο</i>-<i>φράδ</i>-<i>μων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμφράδμων:''' -ονος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που συμμετέχει σε [[συμβούλιο]], [[σύμβουλος]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που ακούγεται σε [[συμφωνία]] με, εναρμονισμένος, με γεν., σε Ανθ.
}}
{{ls
|lstext='''συμφράδμων''': -ονος, ὁ, ἡ, [[σύμβουλος]], αἲ γάρ… τοιοῦτοι [[δέκα]] μοι συμφράδμονες [[εἶεν]] Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, [[ἵσταται]] ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμφράδμων]], ονος, ὁ, ἡ,<br /><b class="num">I.</b> one who joins in considering, a [[counsellor]], Il.<br /><b class="num">II.</b> in [[accord]] with, c. gen., Anth.
}}
}}

Latest revision as of 15:17, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφράδμων Medium diacritics: συμφράδμων Low diacritics: συμφράδμων Capitals: ΣΥΜΦΡΑΔΜΩΝ
Transliteration A: symphrádmōn Transliteration B: symphradmōn Transliteration C: symfradmon Beta Code: sumfra/dmwn

English (LSJ)

-ονος, ὁ, ἡ,
A one who joins in considering, counsellor, αἲ γὰρ.. τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il.2.372; σ. θέσθαι τινά Call.Aet.3.1.28, Naumach. ap. Stob.4.23.7, cf. Posidon. ap. Gal.5.400, Tryph.112.
II harmonious, in accord, κανόνες σ. αὐλῶν AP9.365 (Jul.); θυμός A.R.Fr.8.

German (Pape)

[Seite 992] ονος, ὁ, ἡ, mitrathend, mit gutem Rate beistehend, αἲ γὰρ τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Il. 2, 372, u. sp. D., wie Iulian. rex 2 (IX, 365).

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui délibère avec, conseiller.
Étymologie: συμφράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφράδμων -ονος, ὁ [συμφράζω] raadgever.

Russian (Dvoretsky)

συμφράδμων: ονος adj.
1 подающий советы, советующий, советник Hom.;
2 согласно звучащий, созвучный (κανόνες αὐλῶν Anth.).

English (Autenrieth)

(φράζω): counselling together, pl., joint counsellors, Il. 2.372†.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. σύμβουλοςσυμφράδμων Ὀδυσῆι παρίστατο θοῦρις Ἀθήνη», Τρυφιόδ.)
2. αρμονικός
3. φρ. «συμφράδμονα θέσθαί τινα» — το να κάνει κανείς κάποιον σύμβουλό του (Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συμφράζομαι «συσκέπτομαι, συμβουλεύω» + επίθημα -μων (πρβλ. ὁμο-φράδ-μων)].

Greek Monotonic

συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ,
I. αυτός που συμμετέχει σε συμβούλιο, σύμβουλος, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αυτός που ακούγεται σε συμφωνία με, εναρμονισμένος, με γεν., σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφράδμων: -ονος, ὁ, ἡ, σύμβουλος, αἲ γάρ… τοιοῦτοι δέκα μοι συμφράδμονες εἶεν Ἰλ. Β. 372· σ. θέσθαι τινὰ Ναυμάχ. 22. ΙΙ. ὁ ἀπὸ τοῦ κοινοῦ ἠχῶν, ἐν συμφωνίᾳ ὤν, ὁ ἐν ἁρμονίᾳ ἠχῶν, ἵσταται ἀμφαφόων κανόνας συμφράδμονας αὐλῶν Ἀνθ. Π. 9. 365· θυμὸς Ἀπολλ. Ρόδ. παρ’ Ἀθην. 283F.

Middle Liddell

συμφράδμων, ονος, ὁ, ἡ,
I. one who joins in considering, a counsellor, Il.
II. in accord with, c. gen., Anth.