πατάνη: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(6_3)
m (Text replacement - "Rater Pre" to "Rather Pre")
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=patani
|Transliteration C=patani
|Beta Code=pata/nh
|Beta Code=pata/nh
|Definition=[τᾰ], ἡ, a kind of <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">flat dish</b>, <span class="bibl">Sophr.13</span>, cf. <span class="bibl">Poll. 10.107</span> :—also πάτᾰνον, τό, <span class="bibl">Id.6.90</span> (v.l.), Hsch. :—Dim. πᾰτάνιον, τό, <span class="bibl">Antiph.70</span>, <span class="bibl">Eub.38</span>,<span class="bibl">47</span> ; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in <span class="bibl">Philetaer.14</span>,<span class="bibl">15</span>. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.</span>
|Definition=[τᾰ], ἡ, a kind of [[flat dish]], Sophr.13, cf. Poll. 10.107:—also [[πάτανον]], τό, Id.6.90 ([[varia lectio|v.l.]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]:—Dim. [[πατάνιον]], τό, Antiph.70, Eub.38,47; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in Philetaer.14,15. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰτάνη''': [τᾰ], ἡ, [[εἶδος]] ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. [[Πολυδ]]. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων [[βατάνη]], -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[πετάννυμι]], πρβλ. [[πάταχνον]], [[πάτελλα]], Λατ. patina, pateila.)
|lstext='''πᾰτάνη''': [τᾰ], ἡ, [[εἶδος]] ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, [[εἶναι]] τὸ [[ὄνομα]] μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων [[βατάνη]], -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[πετάννυμι]], πρβλ. [[πάταχνον]], [[πάτελλα]], Λατ. patina, pateila.)
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> η [[καραβάνα]] τών ναυτών [[κατά]] τα παλαιότερα [[χρόνια]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] ρηχού πιάτου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια [[σειρά]] λέξεων που δηλώνουν όργανο, [[σκεύος]], με [[επίθημα]] -<i>άνη</i> ([[πρβλ]]. [[λεκάνη]], [[χοάνη]], [[σκαπάνη]]) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. <i>patera</i>. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η [[σχέση]] τών δύο τ. [[είναι]] [[σχέση]] δανείου (δηλ. το λατ. <i>patera</i> να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του <i>patina</i>, που [[είναι]] [[δάνειο]] από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε [[κοινή]] ΙΕ [[ρίζα]] (<b>πρβλ.</b> χεττιτ. <i>pattar</i> «[[καλάθι]] στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. [[πατάνη]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πετάνᾱ</i>) συνδέεται με το θ. του [[πετάννυμι]], [[άποψη]] [[ωστόσο]] που δεν ικανοποιεί [[ούτε]] μορφολογικά [[ούτε]] σημασιολογικά. Η ύπαρξη, [[τέλος]], του σικελ. τ. [[βατάνη]] μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για [[ευρέως]] διαδεδομένη [[λέξη]]].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">(flat) dish</b> (Sophr. 13, Poll.).<br />Other forms: Dor. <b class="b3">-α</b>. <b class="b3">-ον</b> n. <b class="b2">id.</b> (Poll. v.l., H.).<br />Compounds: As 1. member in <b class="b3">πατάν-εψις</b> name of the (cooked in) eel (Epich. 211).<br />Derivatives: Dimin. <b class="b3">-ιον</b> n., <b class="b3">-ίων</b> m. name of a cock (com. IVa).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Formation like [[λεκάνη]], [[οὑράνη]] a.o. Has been connected with Lat. [[patera]] f. [[flat drinking dish]], perhaps with old [[r-n-]]change, which is assumed in Hitt. [[pattar]], dat. loc. [[paddan-i]] (from there Lyc. [[patara]]); meaning however not quite certain: <b class="b2">tablet?</b>, [[basket]]? Other hypothesis in Ernout-Meillet [[sub verbo|s.v.]] Diff. on [[pattar]] Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. -- Hardly a verbal noun of [[πετάννυμι]] (then for <b class="b3">*πετάνα</b> with assim.?). -- Because of Sicil. [[βατάνη]] André 83, 93 considers Illyr. origin. Loan in Lat. [[patina]] (?). - Rather Pre-Greek with Furnée 149, who connects [[πέταχνον]]/<b class="b3">πάτ-</b> Cf. the words cited above.
}}
{{FriskDe
|ftr='''πατάνη''': {patánē}<br />'''Forms''': dor. -α<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Schüssel]] (Sophr. 13, Poll.),<br />'''Composita''': Als Vorderglied in [[πατάνεψις]] Ben. des (eingekochten) Aals (Epich. 211).<br />'''Derivative''': -ον n. ib. (Poll. v.l., H.); Demin. -ιον n., -ίων m. N. eines Hahns (Kom. IV<sup>a</sup>).<br />'''Etymology''': Bildung wie [[λεκάνη]], [[οὐράνη]] u.a. Zu lat. ''patera'' f. [[flache Trinkschale]], wohl mit altem ''r''-''n''-Wechsel (andere Hypothese bei Ernout-Meillet s.v.), der noch in heth. ''pattar'', Dat. Lok. ''paddan''-''i'' (daraus lyk. ''patara'') bewahrt sein kann (Bed. allerdings nicht ganz sicher: ‘Tablett?’, ‘Korb?’). Anders über ''pattar'', gewiß nicht besser, Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. — Verbalnomen von [[πετάννυμι]] (somit für *πετάνα mit Assim. nach J. Schmidt KZ 32, 355ff., Bechtel Dial. 2, 286?). — Wegen sizil. [[βατάνη]] erwägt André Rev. de phil. 83, 93 illyr. Herkunft. Entlehnt lat. ''patina''.<br />'''Page''' 2,480
}}
}}

Latest revision as of 15:19, 16 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰτάνη Medium diacritics: πατάνη Low diacritics: πατάνη Capitals: ΠΑΤΑΝΗ
Transliteration A: patánē Transliteration B: patanē Transliteration C: patani Beta Code: pata/nh

English (LSJ)

[τᾰ], ἡ, a kind of flat dish, Sophr.13, cf. Poll. 10.107:—also πάτανον, τό, Id.6.90 (v.l.), Hsch.:—Dim. πατάνιον, τό, Antiph.70, Eub.38,47; Πᾰτᾰνίων is the name of a cook in Philetaer.14,15. —For the Sicil. forms βᾰτάνη, πᾰτᾰγ-ιον, v. sub vocc.

German (Pape)

[Seite 534] ἡ, u. πάτανον, τό, auch sicil. βατάνη, flaches Geschirr, Schüssel, VLL. u. Ath. Nach Poll. 10, 107 bei Sophro = ἐκπέταλον λοπάδιον. Vgl. πάταχνον und πάτελλα, wie das lat. patina, patella.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτάνη: [τᾰ], ἡ, εἶδος ἀναπεπταμένου τρυβλίου, Σώφρων 31 Ahr., πρβλ. Πολυδ. Ι΄, 107· ― ὑποκορ. πατάνιον, τό, Ἀντιφάνης ἐν «Γάμῳ» 2, Εὔβουλος ἐν «Ἴωνι» 1, ἐν «Κατακολλωμένῳ» 2· ― Πατανίων, εἶναι τὸ ὄνομα μαγείρου παρὰ Φιλεταίρῳ ἐν «Οἰνοπίωνι» 2. ― Περὶ τῶν Σικελικῶν τύπων βατάνη, -ιον, ἴδε τὰς λέξ. ― (Πιθ. ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ πετάννυμι, πρβλ. πάταχνον, πάτελλα, Λατ. patina, pateila.)

Greek Monolingual

η, ΝΑ
νεοελλ.
ναυτ. η καραβάνα τών ναυτών κατά τα παλαιότερα χρόνια
αρχ.
είδος ρηχού πιάτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εντάσσεται σε μια σειρά λέξεων που δηλώνουν όργανο, σκεύος, με επίθημα -άνη (πρβλ. λεκάνη, χοάνη, σκαπάνη) και συνδέεται με το συνώνυμο λατ. patera. Αμφίβολο παρ' όλα αυτά παραμένει αν η σχέση τών δύο τ. είναι σχέση δανείου (δηλ. το λατ. patera να αποτελεί παράλληλο σχηματισμό του patina, που είναι δάνειο από την Ελληνική) ή αν ανάγονται σε κοινή ΙΕ ρίζα (πρβλ. χεττιτ. pattar «καλάθι στο οποίο τοποθετούνταν σπόροι και καρποί, όχι όμως υγρά τρόφιμα»). Κατ' άλλους, η λ. πατάνη (< πετάνᾱ) συνδέεται με το θ. του πετάννυμι, άποψη ωστόσο που δεν ικανοποιεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά. Η ύπαρξη, τέλος, του σικελ. τ. βατάνη μάς κάνει να υποθέσουμε ότι πρόκειται για ευρέως διαδεδομένη λέξη].

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: (flat) dish (Sophr. 13, Poll.).
Other forms: Dor. . -ον n. id. (Poll. v.l., H.).
Compounds: As 1. member in πατάν-εψις name of the (cooked in) eel (Epich. 211).
Derivatives: Dimin. -ιον n., -ίων m. name of a cock (com. IVa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like λεκάνη, οὑράνη a.o. Has been connected with Lat. patera f. flat drinking dish, perhaps with old r-n-change, which is assumed in Hitt. pattar, dat. loc. paddan-i (from there Lyc. patara); meaning however not quite certain: tablet?, basket? Other hypothesis in Ernout-Meillet s.v. Diff. on pattar Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. -- Hardly a verbal noun of πετάννυμι (then for *πετάνα with assim.?). -- Because of Sicil. βατάνη André 83, 93 considers Illyr. origin. Loan in Lat. patina (?). - Rather Pre-Greek with Furnée 149, who connects πέταχνον/πάτ- Cf. the words cited above.

Frisk Etymology German

πατάνη: {patánē}
Forms: dor. -α
Grammar: f.
Meaning: Schüssel (Sophr. 13, Poll.),
Composita: Als Vorderglied in πατάνεψις Ben. des (eingekochten) Aals (Epich. 211).
Derivative: -ον n. ib. (Poll. v.l., H.); Demin. -ιον n., -ίων m. N. eines Hahns (Kom. IVa).
Etymology: Bildung wie λεκάνη, οὐράνη u.a. Zu lat. patera f. flache Trinkschale, wohl mit altem r-n-Wechsel (andere Hypothese bei Ernout-Meillet s.v.), der noch in heth. pattar, Dat. Lok. paddan-i (daraus lyk. patara) bewahrt sein kann (Bed. allerdings nicht ganz sicher: ‘Tablett?’, ‘Korb?’). Anders über pattar, gewiß nicht besser, Neumann Heth. u. luw. Sprachgut 56 f. — Verbalnomen von πετάννυμι (somit für *πετάνα mit Assim. nach J. Schmidt KZ 32, 355ff., Bechtel Dial. 2, 286?). — Wegen sizil. βατάνη erwägt André Rev. de phil. 83, 93 illyr. Herkunft. Entlehnt lat. patina.
Page 2,480