3,274,306
edits
(4b) |
mNo edit summary |
||
(30 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=yperfyis | |Transliteration C=yperfyis | ||
|Beta Code=u(perfuh/s | |Beta Code=u(perfuh/s | ||
|Definition= | |Definition=ὑπερφυές, Att. acc. sg.<br><span class="bld">A</span> ὑπερφυᾶ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''141, ''Nu.''76: Att. neut. pl. ὑπερφυῆ [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 467b, ὑπερφυᾶ Ar.''Ra.''611: ([[φύομαι]]):<br><span class="bld">I</span> literally, [[growing above]] the [[ground]], Dsc.4.73, Luc.''Lex.''6; [[growing higher than]] the rest, οἱ ὑ. τῶν ἀσταχύων D.L.1.100.<br><span class="bld">2</span> [[overgrown]], [[enormous]], σμίνθος A.''Fr.''227 (troch.); λίθοι ὑ. τὸ μέγαθος [[Herodotus|Hdt.]] 2.175, cf. Ar.''Pax''229, ''Pl.''734; ὑ. τῷ μεγέθει ψόφος Arist.''Cael.''291a21.<br><span class="bld">II</span> without a distinct sense of bulk, [[monstrous]], [[extraordinary]], in good and bad sense, ἔργον ὑ. μέγαθός τε καὶ κάλλος [[Herodotus|Hdt.]]9.78; ἔργον ὑ. ἐργάσατο Id.8.116; ἀτραπὸς δαιμονίως ὑ. Ar.''Nu.''76; ὑ. [[τέχνη]] Id.''Eq.''141; <b class="b3">πῶς οὐχ ὑπερφυές</b>; = is it not [[most]] [[strange]]? D.29.14; <b class="b3">κἀκεῖν' ὑ., εἰ</b>.. Isoc.17.30; <b class="b3">τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι</b>.. Lys.27.12, cf. Ar. ''Th.''831 (troch.): freq. joined with a relat., [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς ὅσος Id.''Pl.''750; ὑπερφυεῖ τινι.. ὡς μεγάλῃ βλάβῃ [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 477d: freq. also joined with other Adjs., in which case, as a rule, it stands second, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ ib.467b; δεινὸν ὡς [[ἀληθῶς]] καὶ ὑπερφυές D.21.88, etc.; but it stands first in Plu.2.12b, 155a, al.<br><span class="bld">2</span> Sup. ὑπερφυέστατος, as an honorific title, ''Stud.Pal.''20.129.3 (v A. D.), etc.: also in Posit., ἡ ὑ. ὑμῶν ἐξουσία ''PMasp.''2i 1 (vi A. D.), etc.<br><span class="bld">III</span> Adv. [[ὑπερφυῶς]] = [[marvellously]], [[strangely]], [[exceedingly]], [[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]'' 142; ὑπερφυῶς σπουδάζειν [[Plato|Pl.]]''[[Gorgias|Grg.]]'' 481b; in affirm. answers, ὑπερφυῶς μὲν οὖν Id.''R.'' 525b: Comp. ὑπερφυεστέρως Philostr.''Gym.''36.<br><span class="bld">2</span> <b class="b3">ὑπερφυῶς ὡς</b>... before a Verb, ὑπερφυῶς ὡς χαίρω [[Plato|Pl.]]''[[Symposium|Smp.]]'' 173c, cf. ''Tht.''155c; before an Adj., ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Id.''Phd.''66a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ [[μέγεθος]] Ar. Pax 229; [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς [[ὅσος]] Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1204.png Seite 1204]] ές, über die Natur hinausgehend, sowohl an Größe, als in seiner ganzen Beschaffenheit, dah. übermäßig, außerordentlich; im guten Sinne, Her. 9, 78; Aesch. frg. 208; ὑπερφυὴς τὸ [[μέγεθος]] Ar. Pax 229; [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς [[ὅσος]] Plut. 750; ὑπερφυεῖς ἔργοις Plut. Thes. 6; Rom. 3; im schlimmen Sinne, Her. 8, 116; bes. sonderbar, σχέτλια λέγεις καὶ ὑπερφυῆ Plat. Gorg. 467 b; ὑπερφυέστατος, Lys. 27, 12; πῶς οὐχ ὑπερφυές; ist es nicht überaus sonderbar? Dem. – Bes. adv. = wunderbar, sonderbar, d. i. gar sehr, ὑπερφυῶς ἐδόκει ἅπασιν ἀληθῆ εἶναι τὰ εἰρημένα Plat. Prot. 358 a; ὑπερφυῶς ὡς ἀληθῆ λέγεις Phaed. 66 a, u. öfter; auch absolut in der Antwort, ὑπερφυῶς μὲν οὖν, Rep. VII, 525 b. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> [[qui pousse sur terre]];<br /><b>2</b> [[qui croît démesurément]], [[qui passe les bornes]] ; [[extraordinaire]], [[prodigieux]], [[merveilleux]] ; ὑπερφυὴς [[ὅσος]] AR prodigieux;<br /><i>Sp.</i> ὑπερφυέστατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερφύομαι]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑπερφῠής:'''<br /><b class="num">1</b> [[растущий на земле]], [[наземный]] (τὰ λάχανα ὑπόγεια καὶ ὑπερφυῆ Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[переросший]]: οἱ ὑπερφυεις τῶν ἀσταχύων Diog. L. самые высокие из колосьев;<br /><b class="num">3</b> [[чрезвычайный]], [[необыкновенный]] ([[ἔργον]] Her.): ὑ. (τὸ) [[μέγαθος]] Her. или τῷ μεγέθει Arst. необычайных размеров, громадный;<br /><b class="num">4</b> [[огромный]], [[гигантский]], [[чудовищный]] ([[ὄχλος]] Arph.);<br /><b class="num">5</b> [[удивительный]], [[поразительный]], [[странный]] ([[πρᾶγμα]] Luc.): [[πῶς]] οὐχ ὑπερφυές; Dem. разве не странно?; ὑπερφυῆ λέγεις Plat. странные вещи говоришь ты. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπερφυής''': ές· Ἀττ. ἑνικ. αἰτ. ὑπερφυᾶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 141, Νεφ. 76· Ἀττ. οὐδ. πληθ. ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β, -υᾶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 611· (φύομαι)· Ι. κυριολεκτικῶς ὁ [[ὑπεράνω]] τοῦ ἐδάφους φυόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 6· φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ὑψηλότερον τῶν ἄλλων, οἱ ὑπ. τῶν ἀσταχύων Διογ. Λαέρτ. 1. 100. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] κυριολεκτικῶς, ηὐξημένος εἰς ὑπερβολήν, [[ὑπέρογκος]], [[σμίνθος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226· λίθοι ὑπ. τὸ [[μέγαθος]] Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 229, Πλ. 734· ὑπ. τῷ μεγέθει Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 9· - ἀκολούθως, 2) [[ἄνευ]] ὡρισμένης τινὸς ἐννοίας μεγέθους, [[μέγας]], [[ἔκτακτος]], ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, [[ἔργον]] ὑπ. μέγαθός τε καὶ [[κάλλος]] Ἡρόδ. 9. 78· [[ἔργον]] ὑπ. ἐργάσατο ὁ αὐτ. 8. 116, πρβλ. 9. 78· ἀτραπὸς δαιμονίως ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 76· ὑπ. [[τέχνη]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 141· πῶς οὐχ ὑπερφυές; δὲν [[εἶναι]] παράδοξον; Δημ. 848. 23 καὶ τοῦθ’ ὑπ., εἰ..., Ἰσοκρ. 364D· τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι... Λυσ. 178. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 831· - [[συχνάκις]] συνάπτεται μετ’ ἀναφορικοῦ, [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς [[ὅσος]] Ἀριστοφ. Πλ. 750· ὑπ. ὡς..., ὡς τὸ Λατ. mirum quam..., ὑπερφυεῖ τινι... ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Πλάτ. Γοργ. 477D· - [[συχνάκις]] δὲ συνάπτεται καὶ μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὅτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τίθεται | |lstext='''ὑπερφυής''': ές· Ἀττ. ἑνικ. αἰτ. ὑπερφυᾶ Ἀριστοφ. Ἱππ. 141, Νεφ. 76· Ἀττ. οὐδ. πληθ. ὑπερφυῆ Πλάτ. Γοργ. 467Β, -υᾶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 611· (φύομαι)· Ι. κυριολεκτικῶς ὁ [[ὑπεράνω]] τοῦ ἐδάφους φυόμενος, Λουκ. Λεξιφ. 6· φυόμενος καὶ αὐξανόμενος ὑψηλότερον τῶν ἄλλων, οἱ ὑπ. τῶν ἀσταχύων Διογ. Λαέρτ. 1. 100. ΙΙ. [[ὡσαύτως]] κυριολεκτικῶς, ηὐξημένος εἰς ὑπερβολήν, [[ὑπέρογκος]], [[σμίνθος]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 226· λίθοι ὑπ. τὸ [[μέγαθος]] Ἡρόδ. 2. 175, πρβλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 229, Πλ. 734· ὑπ. τῷ μεγέθει Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 9, 9· - ἀκολούθως, 2) [[ἄνευ]] ὡρισμένης τινὸς ἐννοίας μεγέθους, [[μέγας]], [[ἔκτακτος]], ἐπὶ καλῆς ἢ κακῆς σημασίας, [[ἔργον]] ὑπ. μέγαθός τε καὶ [[κάλλος]] Ἡρόδ. 9. 78· [[ἔργον]] ὑπ. ἐργάσατο ὁ αὐτ. 8. 116, πρβλ. 9. 78· ἀτραπὸς δαιμονίως ὑπ. Ἀριστοφ. Νεφ. 76· ὑπ. [[τέχνη]] Ἀριστοφ. Ἱππ. 141· πῶς οὐχ ὑπερφυές; δὲν [[εἶναι]] παράδοξον; Δημ. 848. 23 καὶ τοῦθ’ ὑπ., εἰ..., Ἰσοκρ. 364D· τὸ δὲ πάντων ὑπερφυέστατον, ὅτι... Λυσ. 178. 48, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 831· - [[συχνάκις]] συνάπτεται μετ’ ἀναφορικοῦ, [[ὄχλος]] ὑπερφυὴς [[ὅσος]] Ἀριστοφ. Πλ. 750· ὑπ. ὡς..., ὡς τὸ Λατ. mirum quam..., ὑπερφυεῖ τινι... ὡς μεγάλῃ βλάβῃ Πλάτ. Γοργ. 477D· - [[συχνάκις]] δὲ συνάπτεται καὶ μετ’ ἄλλων ἐπιθέτων, ὅτε ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ τίθεται μετὰ τὸ ἐπίθετον, [[οἷον]] σχέτλια λέγειν καὶ ὑπ. Πλάτ. Γοργ. 467Α· δεινὸν ὡς ἀληθῶς καὶ ὑπ. Δημ. 543. 2, κλπ.· ἀλλὰ τίθεται πρὸ [[αὐτοῦ]] παρὰ Πλουτ. 2. 12Β, 155Α, κ. ἀλλ.· ἴδε Λοβεκ. Παραλ. 541. ΙΙ. Ἐπίρρ. -ῶς, θαυμαστῶς, θαυμασίως, παραδόξως, [[ὑπερβαλλόντως]], [[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπ’ Ἀριστοφ. Ἀχαρ. 142· ὑπ. σπουδάζειν Πλάτ. Γοργ. 481Β· ἐν καταφατικαῖς ἀποκρίσεσιν, ὑπερφυῶς μὲν οὖν ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 525Β. 2) ὑπερφυῶς ὡς..., πρὸ ῥήματος, ὑπ. ὡς [[χαίρω]] ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 173C, πρβλ. Θεαίτ. 155C· πρὸ ἐπιθέτου, ὑπ. ὡς ἀληθῆ λέγεις ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 66Α, πρβλ. [[θαυμάσιος]], [[θαυμαστός]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], | |mltxt=-ές / [[ὑπερφυής]], ὑπερφυές, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> αυτός που υπερβαίνει τη [[φύση]], που βρίσκεται [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο, [[υπερφυσικός]] (α. «[[υπερφυής]] [[κόσμος]]» β. «δοτῆρος ἀφθόνου καὶ ὑπερφυοῦς, ὑπερφυᾱ κεκτημένου μεγαλοπρέπειαν», Δαμασκ. Ι.<br />γ. «ὑπερφυᾱ ἁπλότητα», Διον. Αρεοπ.)<br /><b>2.</b> [[μέγας]], [[τεράστιος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> (ως τιμητ. [[τίτλος]]) εξοχότατος, [[λαμπρότατος]] («ὑπερφυοῦς γερουσίας», Ευάγρ.)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὑπερφυές</i><br />η [[ιδιότητα]] του υπερφυούς, το να βρίσκεται [[κάτι]] [[πάνω]] από τον [[φυσικό]] κόσμο («τὸ ὑπερφυὲς τοῦ περὶ αὐτὸν θεοπρεποῦς ἀξιώματος», Ευσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται [[πέρα]] από τα συνηθισμένα [[μέτρα]], ο [[υπέρογκος]] (α. «λίθους τε ἄλλους εἰς ἐπισκευὴν ὑπερφυέας τὸ [[μέγαθος]] ἐκόμισε», Ηρόδ<br />β. «θυείαν ἑσπέραν ὑπερφυᾱ τὸ [[μέγεθος]] εἰσηνέγκατο», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[πανύψηλος]] («εἰς ὑπερφυῆ καὶ ὑπέρλοφον πολιτείαν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[ασυνήθιστος]], [[παράξενος]] ή [[θαυμαστός]] (α. «[[ἔργον]] εἰργασταί τοι ὑπερφυὲς [[μέγαθος]] τε καὶ [[κάλλος]]», <b>Ηρόδ.</b><br />β. «ὑπερφυεῖ τινι ἄρα ὡς [[μεγάλη]] βλάβῃ καὶ κακῷ θαυμασίῳ ὑπερβάλλουσα», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> (για φυτά και τμήματα [[φυτών]]) [[υπέργειος]] («λάχανα τά τε ὑπόγεια καὶ τὰ ὑπερφυῆ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> αυτός που ξεπερνάει τους άλλους στο ύψος («οἱ υπερφυεῖς τῶν ἀσταχύων», Διογ. Λαέρ.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[υπερφυώς]] / <i>ὑπερφυῶς</i> ΝΜΑ<br />με υπερφυή, με υπερφυσικό τρόπο, [[κατά]] τρόπο ασυνήθιστο, θαυμαστό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (σε καταφατική [[απάντηση]]) [[μάλιστα]], βεβαιότατα («ὑπερφυῶς μὲν οὖν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> υπερβολικά, [[πάρα]] πολύ («[[φιλαθήναιος]] ἦν ὑπερφυῶς», <b>Ηρωδιαν.</b>)<br /><b>4.</b> ([[μαζί]] με το <i>ως</i> και [[ρήμα]] ή επίθ.) [[πράγματι]], αληθινά («ὑπερφυῶς... ὡς ἀληθῆ λέγεις», <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φυής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>φύω</i>, [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. [[προσφυής]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑπερφυής:''' -ές ([[φύομαι]]), Αττ. αιτ. ενικ. <i>-φυᾶ</i>, ουδ. πληθ. <i>-φυῆ</i> ή <i>-φυᾶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τερατώδης]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], [[έξοχος]], [[καταπληκτικός]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς [[ὅσος]], καταπληκτικό πόσο [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], δηλ. καταπληκτικά [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά [[πολύ]], θαυμάσια, υπέροχα, [[παραδόξως]], [[περιέργως]], υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, [[ὑπερφυῶς]] μὲν [[οὖν]], σε Πλάτ. | |lsmtext='''ὑπερφυής:''' -ές ([[φύομαι]]), Αττ. αιτ. ενικ. <i>-φυᾶ</i>, ουδ. πληθ. <i>-φυῆ</i> ή <i>-φυᾶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> υπερβολικά, πρόωρα ανεπτυγμένος, [[υπερμεγέθης]], [[πελώριος]], [[τεράστιος]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[τερατώδης]], [[εκπληκτικός]], [[θαυμαστός]], [[έξοχος]], [[καταπληκτικός]], σε Ηρόδ., Αριστοφ.· συνοδευόμενο από αναφορ., ὑπερφυὴς [[ὅσος]], καταπληκτικό πόσο [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], δηλ. καταπληκτικά [[θαυμάσιος]], [[έξοχος]], σε Αριστοφ., Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> επίρρ. <i>-ῶς</i>, [[πάρα]] [[πολύ]], υπερβολικά [[πολύ]], θαυμάσια, υπέροχα, [[παραδόξως]], [[περιέργως]], υπερβολικά, υπέρμετρα, σε Αριστοφ., Πλάτ.· σε καταφατικές απαντήσεις, [[ὑπερφυῶς]] μὲν [[οὖν]], σε Πλάτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{mdlsj | ||
| | |mdlsjtxt=ὑπερ-φυής, ές [φύομαι]<br /><b class="num">1.</b> [[overgrown]], [[enormous]], Hdt., Ar.<br /><b class="num">2.</b> [[monstrous]], [[marvellous]], [[extraordinary]], Hdt., Ar.:—joined with a relat., ὑπερφυὴς [[ὅσος]] [[extraordinary]] how [[great]], i. e. [[extraordinarily]] [[great]], Ar., Plat.<br /><b class="num">II.</b> adv. -ῶς, [[over]]-[[much]], [[marvellously]], [[strangely]], [[exceedingly]], Ar., Plat.; in [[affirm]]. answers, [[ὑπερφυῶς]] μὲν οὖν Plat. | ||
}} | |||
{{WoodhouseReversedUncategorized | |||
|woodrun=[[astonishing]], [[extraordinary]], [[extravagant]], [[huge]], [[strange]], [[vast]], [[out of the way]], [[very great]] | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[ineffable]]=== | |||
Belarusian: невымоўны, невыказны; Bulgarian: неизразим; Czech: nevýslovný; Dutch: [[onuitsprekelijk]], [[onzeggelijk]], [[onnoembaar]]; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[ineffable]], [[innommable]]; Georgian: გამოუთქმელი, აღუწერელი, უტყვი; German: [[unaussprechlich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[απερίγραπτος]], [[άρρητος]], [[άφατος]], [[που δεν λέγεται]], [[που δεν τον πιάνω στο στόμα μου]]; Ancient Greek: [[ἄφατος]], [[ἄφραστος]], [[οὐ φατός]], [[ἀνωνόμαστος]], [[ἀμύθητος]], [[ἄρρητος]], [[ἀπόρρητος]], [[ἄγρυκτος]], [[ἀναύδητος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[δύσφατος]], [[ἄσπετος]], [[ἀφώνητος]], [[ἀναυδής]], [[ἄεπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[ἀθέσφατος]], [[ἀπειρέσιος]], [[ἄλαλος]], [[ἀνεκφώνητος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἀπόφημος]], [[ἄναυδος]], [[ἀλάλητος]]; Latin: [[ineffabilis]]; Manx: neufocklagh; Norwegian: usigelig, uutsigelig; Polish: nieopisany; Portuguese: [[inefável]], [[indescritível]]; Romanian: inefabil; Russian: [[невыразимый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Spanish: [[inefable]]; Swedish: obeskrivlig, outsäglig; Telugu: చెప్పలేని; Turkish: anlatılmaz; Ukrainian: невимовний; Welsh: anhraethol | |||
===[[unspeakable]]=== | |||
Chinese Mandarin: 說不得/说不得; Czech: nevýslovný; Esperanto: nedirebla; Finnish: sanomaton, sanoinkuvaamaton; French: [[indicible]]; German: [[unsäglich]]; Greek: [[ανείπωτος]], [[ακατανόμαστος]], [[απερίγραπτος]], [[άφατος]]; Ancient Greek: [[ἀάσπετος]], [[ἀλάλητος]], [[ἄλεκτος]], [[ἀμύθευτος]], [[ἀμύθητος]], [[ἀναύδητος]], [[ἄναυδος]], [[ἀνεκλάλητος]], [[ἀνεξήγητος]], [[ἀνώνυμος]], [[ἀπόφθεγκτος]], [[ἀπρεπής]], [[ἀπροφάσιστος]], [[ἄρρητος]], [[ἄσπετος]], [[ἄφθεγκτος]], [[ἄφραστος]], [[ἀφώνητος]], [[ἄφωνος]], [[θεσπέσιος]], [[οὔ τι φατειός]], [[οὐ φατός]], [[ὑπέρφατος]], [[ὑπερφυής]]; Italian: [[indicibile]]; Japanese: 言い知れぬ, 口では言えない; Polish: niewypowiedziany, niewysłowiony; Russian: [[непередаваемый]], [[несказанный]], [[неописуемый]]; Telugu: చెప్పరాని | |||
}} | }} |