χυδαιότης: Difference between revisions

From LSJ

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
(13)
 
Tags: Mobile edit Mobile web edit
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chydaiotis
|Transliteration C=chydaiotis
|Beta Code=xudaio/ths
|Beta Code=xudaio/ths
|Definition=ητος, , <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">vulgarity</b>, <span class="bibl">Jul.<span class="title">Gal.</span>43b</span>, <span class="bibl">238b</span>.</span>
|Definition=χυδαιότητος, ἡ, [[vulgarity]], Jul.''Gal.''43b, 238b.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1384.png Seite 1384]] ἡ, [[Gemeinheit]], bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.
}}
{{ls
|lstext='''χῠδαιότης''': χυδαιότητος, ἡ, [[τρόπος]] [[χυδαῖος]], «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.
}}
{{grml
|mltxt=η / [[χυδαιότης]], -ητος, ΝΜΑ [[χυδαῖος]]<br />η [[ιδιότητα]] του χυδαίου, [[προστυχιά]], [[απρέπεια]] (α. «δεν [[μπορώ]] να ανεχθώ τη [[χυδαιότητα]] του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br />χυδαία [[φράση]] ή [[ενέργεια]] («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε [[κάθε]] προηγούμενο»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[σύγχυση]], [[έλλειψη]] τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)<br /><b>2.</b> κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («[[χυδαιότης]] ῥημάτων», <b>Φώτ.</b>).
}}
{{trml
|trtx====[[vulgarity]]===
Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: [[vulgarité]]; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: [[Vulgarität]]; Greek: [[χυδαιότητα]], [[χυδαιότης]]; Ancient Greek: [[ἀναγωγία]], [[ἀπειροκαλία]], [[βαναυσία]], [[βαναυσίη]], [[τὰ χαμαίζηλα]], [[φορτικότης]], [[τὸ χαμαιτυπές]], [[χυδαιολογία]], [[χυδαιότης]]; Portuguese: [[vulgaridade]]; Russian: [[вульгарность]], [[пошлость]]; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: [[vulgaridad]]; Ukrainian: вульгарність
}}
}}

Latest revision as of 11:58, 27 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χυδαιότης Medium diacritics: χυδαιότης Low diacritics: χυδαιότης Capitals: ΧΥΔΑΙΟΤΗΣ
Transliteration A: chydaiótēs Transliteration B: chydaiotēs Transliteration C: chydaiotis Beta Code: xudaio/ths

English (LSJ)

χυδαιότητος, ἡ, vulgarity, Jul.Gal.43b, 238b.

German (Pape)

[Seite 1384] ἡ, Gemeinheit, bes. des Ausdrucks, Phot. bibl. cod. 196.

Greek (Liddell-Scott)

χῠδαιότης: χυδαιότητος, ἡ, τρόπος χυδαῖος, «προστυχιά», Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 160.

Greek Monolingual

η / χυδαιότης, -ητος, ΝΜΑ χυδαῖος
η ιδιότητα του χυδαίου, προστυχιά, απρέπεια (α. «δεν μπορώ να ανεχθώ τη χυδαιότητα του χαρακτήρα του» β. «τῆς παρ' ἡμῖν ῥᾳθυμίας καὶ χυδαιότητος», Iουλ.)
νεοελλ.
χυδαία φράση ή ενέργεια («η χθεσινή χυδαιότητά του ξεπέρασε κάθε προηγούμενο»)
μσν.
1. σύγχυση, έλλειψη τάξης και πειθαρχίας («μὴ τὸν βίον ἐν χυδαιότητι διατελῶμεν», Ευφρ.)
2. κοινότοπο, τετριμμένο ύφος λόγου («χυδαιότης ῥημάτων», Φώτ.).

Translations

vulgarity

Bulgarian: вулгарност, простащина; Catalan: vulgaritat; Czech: vulgárnost, vulgarita; French: vulgarité; Galician: vulgaridade; Georgian: ვულგარულობა, უხამსობა; German: Vulgarität; Greek: χυδαιότητα, χυδαιότης; Ancient Greek: ἀναγωγία, ἀπειροκαλία, βαναυσία, βαναυσίη, τὰ χαμαίζηλα, φορτικότης, τὸ χαμαιτυπές, χυδαιολογία, χυδαιότης; Portuguese: vulgaridade; Russian: вульгарность, пошлость; Scottish Gaelic: gràisgealachd; Serbo-Croatian: prostaštvo, prostota; Spanish: vulgaridad; Ukrainian: вульгарність