βαπτός: Difference between revisions

From LSJ

τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
mNo edit summary
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βαπτός''': -ή, -όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5. 30· λαμπρὸν ἔχων [[χρῶμα]], [[ὄρνις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 287· ἱμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530·
|lstext='''βαπτός''': -ή, -όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5. 30· λαμπρὸν ἔχων [[χρῶμα]], [[ὄρνις]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 287· ἱμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530· '''τὰ''': βάπτ’ ἔχοντες, βεβαμμένα, δηλ. μέλανα, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[βάπτω]]<br /><b class="num">I.</b> dipped, [[dyed]], [[bright]]-coloured, Ar.<br /><b class="num">2.</b> for [[dyeing]], χρώματα Plat.<br /><b class="num">II.</b> of [[water]], [[drawn]] by dipping vessels (cf. [[βάπτω]] I. 3), Eur.
|mdlsjtxt=[from [[βάπτω]]<br /><b class="num">I.</b> dipped, [[dyed]], [[bright]]-coloured, Ar.<br /><b class="num">2.</b> for [[dyeing]], χρώματα Plat.<br /><b class="num">II.</b> of [[water]], [[drawn]] by dipping vessels (cf. [[βάπτω]] I. 3), Eur.
}}
}}

Revision as of 15:50, 27 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαπτός Medium diacritics: βαπτός Low diacritics: βαπτός Capitals: ΒΑΠΤΟΣ
Transliteration A: baptós Transliteration B: baptos Transliteration C: vaptos Beta Code: bapto/s

English (LSJ)

βαπτή, βαπτόν,
A dipped, dyed, D.S.5.30; bright-coloured, ὄρνις Ar.Av.287; ἱμάτια Id.Pl.530; τὰ βάπτ' ἔχοντες dyed, i.e. black, garments, Hegesipp.1.13, cf. Plu.Ages.30.
2 for dyeing, χρώματα Pl.Lg.847c.
II of water, drawn by dipping vessels, E.Hipp.123 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que sirve para teñir, tintóreo χρώματα Pl.Lg.847c.
2 teñido gener. de vestidos ἱμάτιον Luc.Nigr.14, χιτών D.S.5.30, Poll.4.120, βαπτῇ πορφύρεον κυάνῳ AP 6.229 (Crin.), τριβώνιον D.Chr.4.96, (στολή) PMich.Teb.121re.2.2.9 (I d.C.)
subst. τὰ βαπτά telas teñidas, UPZ 83.8 (II a.C.)
de colores vivos ὄρνις Ar.Au.287, ἱμάτια Pl.530, τιάραι LXX Ez.23.15
de color oscuro o negro τρίβωνάς τε προσερραμμένους χρώματος βαπτοῦ Plu.Ages.30
subst. τὰ βαπτά vestidos de color oscuro τὰ βάπτ' ἔχοντες Hegesipp.Com.1.13, cf. Hsch.
II del agua recogida con un recipiente βαπτὰν κάλπισι παγὰν ῥυτὰν προιεῖσα κρημνῶν que hacen brotar de sus cumbres un manantial de agua viva que recogen con cántaros E.Hipp.123.

German (Pape)

[Seite 431] 1) eingetaucht, gefärbt, bes. von Kleidern, bunt, Ar. Plut. 530 u. sonst; Hegesipp. Ath. VII, 290 c (v. 13), Trauerkleid; χρῶμα Plut. Ages. 30. – 2) zu schöpfen, geschöpft, Eur. Hipp. 123 πηγή.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 plongé (dans un liquide) ; teint;
2 où l'on peut puiser.
Étymologie: adj. verb. de βάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βαπτός -ή -όν βάπτω Dor. f. βαπτᾱ́
1. geverfd, gekleurd:. βαπτὸς ὄρνις gekleurde vogel Aristoph. Av. 287.
2.te bedompelen’: van water. βαπτὰν κάλπισι παγὰν ῥυτὰν stromend water waarin kruiken gedompeld worden Eur. Hipp. 123 (lyr.).

Russian (Dvoretsky)

βαπτός:
1 служащий для окрашивания, красильный (χρῶμα Plat., Plut.);
2 окрашенный (χιτῶνες βαπτοὶ χρώμασι παντοδαποῖς Diod.);
3 ярко окрашенный, яркого цвета (ὄρνις, ἱμάτια Arph.);
4 откуда черпают воду: βαπτὰ κάλπισι παγά Eur. источник, из которого кувшинами берут воду.

Greek Monolingual

βαπτός, -ή, -όν (Α) βάπτω
1. βαμμένος, χρωματιστός
2. κατάλληλος να χρησιμοποιηθεί για βαφή
3. φρ. «βαπτάν κάλπισι παγάν» — πηγή από την οποία αντλούν νερό με δοχείο (Ευρ.).

Greek Monotonic

βαπτός: -ή, -όν,
I. 1. βουτηγμένος, βυθισμένος, χρωματισμένος, βαμμένος· αυτός που έχει λαμπρό χρώμα, σε Αριστοφ.
2. ο κατάλληλος για βάψιμο, χρώματα, σε Πλάτ.
II. λέγεται για το νερό, που αντλείται μέσω αγγείων που βυθίζονται σε αυτό (πρβλ. βάπτω), σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

βαπτός: -ή, -όν, βουτημένος, βεβαμμένος, Διόδ. 5. 30· λαμπρὸν ἔχων χρῶμα, ὄρνις Ἀριστοφ. Ὄρν. 287· ἱμάτια ὁ αὐτ. Πλ. 530· τὰ: βάπτ’ ἔχοντες, βεβαμμένα, δηλ. μέλανα, Ἡγήσιππ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 1. 13.

Middle Liddell

[from βάπτω
I. dipped, dyed, bright-coloured, Ar.
2. for dyeing, χρώματα Plat.
II. of water, drawn by dipping vessels (cf. βάπτω I. 3), Eur.