λημάω: Difference between revisions
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[λημῶ]] :<br /><i>seul. prés.</i><br />avoir les yeux chassieux, <i>d'où</i> faibles.<br />'''Étymologie:''' [[λήμη]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 07:23, 29 May 2024
English (LSJ)
only pres., (λήμη) to be bleared, of the eyes, Hp.Prorrh. 2.18; to be blear-eyed or purblind, λημᾶν κολοκύνταις to have one's eyes running pumpkins, Ar.Nu.327, cf. Hsch.; λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.Tim.2, etc.: metaph., Κρονικαῖς λήμαις λ. τὰς φρένας Ar.Pl. 581.
German (Pape)
[Seite 39] thränende Augen haben, triefäugig sein, ὀφθαλμοὶ λημῶντες, Hippocr.; λημᾷς κολοκύνταις, Unreinigkeiten so groß wie Kürbisse in den Augen haben, so daß man vor ihnen nicht sehen kann, Ar. Nubb. 327, vgl. Plut. 581; λημᾷς καὶ ἀμβλυώττεις vrbdt Luc. Tim. 2, vgl. D. Hort. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
λημῶ :
seul. prés.
avoir les yeux chassieux, d'où faibles.
Étymologie: λήμη.
Russian (Dvoretsky)
λημάω: (только praes.) страдать гноетечением из глаз (λ. καὶ ἀμβλυώττειν Luc.): λ. κολοκύνταις Arph. иметь (чуть ли не) тыквами засоренные глаза, т. е. решительно ничего не видеть; λ. τὰς φρένας Arph. иметь затуманенный разум.
Greek (Liddell-Scott)
λημάω: μόνον κατ’ ἐνεστ.· (λήμη)· - ἔχω λήμην (τσίμπλαν), ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προρρ. 101· εἶμαι τσιμπλιάρης, σχεδὸν τυφλός, μύωψ, κοντόφθαλμος, λημῶ κολοκύνταις, ἔχω «τσίμπλαις» ὡς κολοκύνθας τὸ μέγεθος (οὕτως ὁ Σαιξπῆρος ῾high-gravel-blind᾿), Ἀριστοφ. Νεφ. 327· λ. καὶ ἀμβλυώττειν Λουκ. Τίμων 2, κτλ.· μεταφ., λ. τὰς φρένας Ἀριστοφ. Πλ. 581· - ἴδε ὡσαύτως χύτρα Ι. 3.
Greek Monotonic
λημάω: μόνο στον ενεστ., έχω τσίμπλες στα μάτια μου ή έχω θολό βλέμμα, λημᾶν κολοκύνταις, έχει τσίμπλες στα μάτια του ίσες στο μέγεθος με κολοκύθα, σε Αριστοφ.· μεταφ., λημᾶν τὰς φρένας, στον ίδ.
Middle Liddell
λημάω,
to be blear-eyed or purblind, λημᾶν κολοκύνταις to have one's eyes running pumpkins, Ar.: metaph., λημᾶν τὰς φρένας Ar. only in pres.] [from λήμη