μοιράω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2, $3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(?s)Medium diacritics=(\w+)(άω)(?s)(.*)btext=(-ῶ)" to "Medium diacritics=$1$2$3btext=$1ῶ")
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=moirao
|Transliteration C=moirao
|Beta Code=moira/w
|Beta Code=moira/w
|Definition=(μοῖρα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[share]], [[divide]], [[distribute]], κρέα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Prom.</span>6</span>:—Med., <b class="b2">divide among themselves</b>, ἐμοιράσαντο… κτήματα <span class="bibl">A.<span class="title">Th.</span>907</span> (lyr.):—Med., also, <b class="b2">have assigned one, receive for one's lot</b>, c. acc., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο Naumach. ap. Stob.4.23.7: c. gen., ὅσα ψυχῆς μεμοίρατυι <span class="bibl">Ph.2.400</span>, cf. <span class="bibl">Phalar.<span class="title">Ep.</span>104</span>; <b class="b3">οὐ μεμοιραμένα ἐγκλίσεως ῥήματα</b> non-enclitics, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Adv.</span>131.24</span>:—Pass., <b class="b2">to be assigned</b>, <b class="b3">τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν</b> (like <b class="b3">εἵμαρται</b>, v. [[μείρομαι]]) <span class="bibl">Alciphr.1.25</span>; τὰ μεμοιραμένα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Ep.</span>26</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Deor.Conc.</span>13</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> Med., <b class="b3">ἐμοιρήσαντο χαίτας</b> [[divided]], i. e. <b class="b2">tore their</b> hair, <span class="bibl">A.R.4.1533</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Pass., [[melt]], <b class="b3">ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα χαλβάνη</b>, v. l. for <b class="b3">ζωγρηθεῖσα</b>, <span class="bibl">Nic.<span class="title">Th.</span>51</span>.</span>
|Definition=([[μοῖρα]])<br><span class="bld">A</span> [[share]], [[divide]], [[distribute]], κρέα Luc.''Prom.''6:—Med., [[divide among themselves]], ἐμοιράσαντο… κτήματα A.''Th.''907 (lyr.):—Med., also, [[have assigned one]], [[receive for one's lot]], c. acc., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο Naumach. ap. Stob.4.23.7: c. gen., ὅσα ψυχῆς μεμοίρατυι Ph.2.400, cf. Phalar.''Ep.''104; <b class="b3">οὐ μεμοιραμένα ἐγκλίσεως ῥήματα</b> non-enclitics, A.D.''Adv.''131.24:—Pass., to [[be assigned]], <b class="b3">τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν</b> (like [[εἵμαρται]], v. [[μείρομαι]]) Alciphr.1.25; τὰ μεμοιραμένα Hp.''Ep.''26, Luc.''Deor.Conc.''13.<br><span class="bld">II</span> Med., <b class="b3">ἐμοιρήσαντο χαίτας</b> [[divide]]d, i.e. tore their [[hair]], A.R.4.1533.<br><span class="bld">III</span> Pass., [[melt]], <b class="b3">ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα χαλβάνη</b>, [[varia lectio|v.l.]] for [[ζωγρηθεῖσα]], Nic.''Th.''51.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0198.png Seite 198]] zertheilen, vertheilen, Hesych. erkl. μερίσαι ἢ διελεῖν; im med., ἐμοιράσαντο δ' ὀξυκάρδιοι κτήματα, Aesch. Spt. 889; χαίτας ἐμοιρήσαντο, sie zerrauften sich die Haare, Ap. Rh. 4, 1533; ἐπὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα, Nic. Ther. 51; ἐκ θεῶν μεμοιραμένη [[νόσος]] erkl. Schol. Ap. Rh. 3, 676 θευμορίη νοῦσος. – Med. auch als seinen Antheil erlangen, [[λαχεῖν]], Hesych., nur bei Sp., sowohl c. gen. als c. accus.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0198.png Seite 198]] zerteilen, verteilen, Hesych. erkl. μερίσαι ἢ διελεῖν; im med., ἐμοιράσαντο δ' ὀξυκάρδιοι κτήματα, Aesch. Spt. 889; χαίτας ἐμοιρήσαντο, sie zerrauften sich die Haare, Ap. Rh. 4, 1533; ἐπὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα, Nic. Ther. 51; ἐκ θεῶν μεμοιραμένη [[νόσος]] erkl. Schol. Ap. Rh. 3, 676 θευμορίη νοῦσος. – Med. auch als seinen Anteil erlangen, [[λαχεῖν]], Hesych., nur bei Sp., sowohl c. gen. als c. accus.
}}
{{bailly
|btext=[[μοιρῶ]] :<br /><i>f.</i> μοιράσω;<br /><i>Pass. pf.</i> μεμοίραμαι <i>ou</i> μεμοίρασμαι;<br />partager, diviser, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[μοιράομαι]], [[μοιρῶμαι]] partager pour soi : τι, se partager qch.<br />'''Étymologie:''' [[μοῖρα]].
}}
{{elru
|elrutext='''μοιράω:''' тж. med. делить, разделять, распределять ([[κρέα]] Luc.; μοιρᾶσθαι κτήματα Aesch.): τὰ μεμοιραμένα Luc. предопределения (судьбы), участи, судьбы.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιράω''': μέλλ. -άσω· [ᾱ], Ἰων. -ήσω· ([[μοῖρα]]). Μοιράζω [[διανέμω]], κρέα Λουκ. Προμ. 6· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, ἐμοιράσαντο... κτήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 907· - Μέσ. [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] τι ὡς μερίδιόν μου, [[λαμβάνω]] τι ὡς τύχην μου ἢ κλῆρόν μου, Λατ. sortiri, μετ’ αἰτ., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο, φέρειν καὶ τοῦτον [[ἀνάγκη]] Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 437. 54· [[μετὰ]] γεν., ὅσα ψυχῆς μεμοίραται Φίλων περὶ Κοσμοποιΐας 18, πρβλ. Φάλαρ. 40· - Παθ., τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν (ὡς τὸ [[εἵμαρται]], ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]]), [[εἶναι]] πεπρωμένον εἰς ἡμᾶς, [[εἶναι]] τὸ «γραφτό μας», Ἀλκίφρων 1. 25· τὰ μεμοιραμένα Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 13. ΙΙ. Μέσ., χαίτας ἐμοιρήσαντο, ἐξέσπασαν τὰς τρίχας των, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1533. ΙΙΙ. Παθ., τήκομαι, ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσαι [[χαλβάνη]] Νικ. Θ. 51.
|lstext='''μοιράω''': μέλλ. -άσω· [ᾱ], Ἰων. -ήσω· ([[μοῖρα]]). Μοιράζω [[διανέμω]], κρέα Λουκ. Προμ. 6· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, ἐμοιράσαντο... κτήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 907· - Μέσ. [[ὡσαύτως]], [[λαμβάνω]] τι ὡς μερίδιόν μου, [[λαμβάνω]] τι ὡς τύχην μου ἢ κλῆρόν μου, Λατ. sortiri, μετ’ αἰτ., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο, φέρειν καὶ τοῦτον [[ἀνάγκη]] Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 437. 54· μετὰ γεν., ὅσα ψυχῆς μεμοίραται Φίλων περὶ Κοσμοποιΐας 18, πρβλ. Φάλαρ. 40· - Παθ., τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν (ὡς τὸ [[εἵμαρται]], ἴδε ἐν λ. [[μείρομαι]]), [[εἶναι]] πεπρωμένον εἰς ἡμᾶς, [[εἶναι]] τὸ «γραφτό μας», Ἀλκίφρων 1. 25· τὰ μεμοιραμένα Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 13. ΙΙ. Μέσ., χαίτας ἐμοιρήσαντο, ἐξέσπασαν τὰς τρίχας των, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1533. ΙΙΙ. Παθ., τήκομαι, ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσαι [[χαλβάνη]] Νικ. Θ. 51.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> μοιράσω;<br /><i>Pass. pf.</i> μεμοίραμαι <i>ou</i> μεμοίρασμαι;<br />partager, diviser, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> μοιράομαι-ῶμαι partager pour soi : [[τι]], se partager qch.<br />'''Étymologie:''' [[μοῖρα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μοιράω:''' ([[μοῖρα]]), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. <i>-ήσω</i>· [[μοιράζω]], [[διαιρώ]], [[διανέμω]], σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ.
|lsmtext='''μοιράω:''' ([[μοῖρα]]), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. <i>-ήσω</i>· [[μοιράζω]], [[διαιρώ]], [[διανέμω]], σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν [[αναμεταξύ]] τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''μοιράω:''' тж. med. делить, разделять, распределять ([[κρέα]] Luc.; μοιρᾶσθαι κτήματα Aesch.): τὰ μεμοιραμένα Luc. предопределения (судьбы), участи, судьбы.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μοιράω]], [[μοῖρα]]<br />to [[share]], [[divide]], [[distribute]], Luc.; Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], Aesch.:—Pass. to be [[allotted]], Luc.
|mdlsjtxt=[[μοιράω]], [[μοῖρα]]<br />to [[share]], [[divide]], [[distribute]], Luc.; Mid. to [[divide]] [[among]] [[themselves]], Aesch.:—Pass. to be [[allotted]], Luc.
}}
}}

Latest revision as of 07:30, 29 May 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιράω Medium diacritics: μοιράω Low diacritics: μοιράω Capitals: ΜΟΙΡΑΩ
Transliteration A: moiráō Transliteration B: moiraō Transliteration C: moirao Beta Code: moira/w

English (LSJ)

(μοῖρα)
A share, divide, distribute, κρέα Luc.Prom.6:—Med., divide among themselves, ἐμοιράσαντο… κτήματα A.Th.907 (lyr.):—Med., also, have assigned one, receive for one's lot, c. acc., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο Naumach. ap. Stob.4.23.7: c. gen., ὅσα ψυχῆς μεμοίρατυι Ph.2.400, cf. Phalar.Ep.104; οὐ μεμοιραμένα ἐγκλίσεως ῥήματα non-enclitics, A.D.Adv.131.24:—Pass., to be assigned, τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν (like εἵμαρται, v. μείρομαι) Alciphr.1.25; τὰ μεμοιραμένα Hp.Ep.26, Luc.Deor.Conc.13.
II Med., ἐμοιρήσαντο χαίτας divided, i.e. tore their hair, A.R.4.1533.
III Pass., melt, ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα χαλβάνη, v.l. for ζωγρηθεῖσα, Nic.Th.51.

German (Pape)

[Seite 198] zerteilen, verteilen, Hesych. erkl. μερίσαι ἢ διελεῖν; im med., ἐμοιράσαντο δ' ὀξυκάρδιοι κτήματα, Aesch. Spt. 889; χαίτας ἐμοιρήσαντο, sie zerrauften sich die Haare, Ap. Rh. 4, 1533; ἐπὶ φλογὶ μοιρηθεῖσα, Nic. Ther. 51; ἐκ θεῶν μεμοιραμένη νόσος erkl. Schol. Ap. Rh. 3, 676 θευμορίη νοῦσος. – Med. auch als seinen Anteil erlangen, λαχεῖν, Hesych., nur bei Sp., sowohl c. gen. als c. accus.

French (Bailly abrégé)

μοιρῶ :
f. μοιράσω;
Pass. pf. μεμοίραμαι ou μεμοίρασμαι;
partager, diviser, acc.;
Moy. μοιράομαι, μοιρῶμαι partager pour soi : τι, se partager qch.
Étymologie: μοῖρα.

Russian (Dvoretsky)

μοιράω: тж. med. делить, разделять, распределять (κρέα Luc.; μοιρᾶσθαι κτήματα Aesch.): τὰ μεμοιραμένα Luc. предопределения (судьбы), участи, судьбы.

Greek (Liddell-Scott)

μοιράω: μέλλ. -άσω· [ᾱ], Ἰων. -ήσω· (μοῖρα). Μοιράζω διανέμω, κρέα Λουκ. Προμ. 6· καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, μοιράζομαι μετ’ ἄλλων, ἐμοιράσαντο... κτήματα Αἰσχύλ. Θήβ. 907· - Μέσ. ὡσαύτως, λαμβάνω τι ὡς μερίδιόν μου, λαμβάνω τι ὡς τύχην μου ἢ κλῆρόν μου, Λατ. sortiri, μετ’ αἰτ., εἰ δέ κεν ἄλλως ἀνέρα μοιρήσαιο, φέρειν καὶ τοῦτον ἀνάγκη Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 437. 54· μετὰ γεν., ὅσα ψυχῆς μεμοίραται Φίλων περὶ Κοσμοποιΐας 18, πρβλ. Φάλαρ. 40· - Παθ., τεθνάναι μεμοίραται ἡμῖν (ὡς τὸ εἵμαρται, ἴδε ἐν λ. μείρομαι), εἶναι πεπρωμένον εἰς ἡμᾶς, εἶναι τὸ «γραφτό μας», Ἀλκίφρων 1. 25· τὰ μεμοιραμένα Λουκ. Θεῶν Ἐκκλησία 13. ΙΙ. Μέσ., χαίτας ἐμοιρήσαντο, ἐξέσπασαν τὰς τρίχας των, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1533. ΙΙΙ. Παθ., τήκομαι, ἐνὶ φλογὶ μοιρηθεῖσαι χαλβάνη Νικ. Θ. 51.

Greek Monotonic

μοιράω: (μοῖρα), μέλ. -άσω [ᾱ], Ιων. -ήσω· μοιράζω, διαιρώ, διανέμω, σε Λουκ. — Μέσ., μοιράζουν αναμεταξύ τους, σε Αισχύλ. — Παθ., κληρώνομαι, διαμοιράζομαι, σε Λουκ.

Middle Liddell

μοιράω, μοῖρα
to share, divide, distribute, Luc.; Mid. to divide among themselves, Aesch.:—Pass. to be allotted, Luc.