ἐπιδρομή: Difference between revisions
βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - " plötzlich" to " plötzlich") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0939.png Seite 939]] ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0939.png Seite 939]] ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem [[plötzlich]]en Angriff. wie auch Her. 1, 6 ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; so auch Pol. u. Plut. δέχεσθαι τὴν τῶν πολεμίων ἐπιδρομήν Caes. 44; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben, Camill. 34; – ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Überfall, unerwartet, τὰς αἱρέσεις ποιεῖσθαι Plat. Rep. X, 619 b; μηδὲν ἐξ ἐπ. [[παθεῖν]] Dem. 21, 138; auch λέγειν, aus dem Stegreif, Plut. Anton. 80. – Bei Eur. Hel. 404, Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, heißt es Zugänge, Gestade. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 06:47, 31 May 2024
English (LSJ)
ἡ,
A running over, inroad, κυμάτων Arist. Mu.400a26 (pl.); onward motion, IGRom.4.503.34 (Pergam.).
2. metaph., brief notice, Phld.Rh.2.268S.; ἐν τῇ ἐ. τῶν φιλοσόφων in his summary notice of them, D.L.7.48; summary, προειρημένων λόγων Corn.Rh.p.389H.; ἀποδείξεων Dam.Pr.369; ἐπιτομὰς ἢ συνάψεις ἢ ἐπιδρομάς Gal.9.431; ὡς ἐν ἐπιδρομῇ δεδείχθω Iamb.in Nic. p.72P.
II. inroad, raid, attack, Th.4.34, 56; τῷ τειχίσματι ib. 23; ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή plundering by means of an inroad, Hdt. 1.6: hence ἐξ ἐπιδρομῆς on the spur of the moment, ἐξ ἐ. αἱρέσεις ποιεῖσθαι Pl.R. 619d; εἰπεῖν Plu.Ant.80, cf. Men.Pk.148; cursorily, μνήμην ποιήσασθαι φαύλως καὶ ἐξ ἐ. D.H.Pomp.3 (so κατ' ἐπιδρομήν Aps.Rh.p.258H.); μηδὲν ἐξ ἐ. παθεῖν by a sudden attack, D.21.138, cf. D.H.2.3.
III. office of inspector, τῆς μητροπόλεως PFay. 23.2 (ii A.D.).
IV. a place to which ships run in, landing-place, Λιβύης.. ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομάς E.Hel.404; πλοῦν οὔριον.. Ἰλίου τ' ἐπιδρομάς Id.IA1597; τὰς ἐ. τῆς θαλάσσης διαχῶσαι Phalar.Ep. 62.
V. flow of blood (to an atrophied part), Hp.Off.24.
German (Pape)
[Seite 939] ἡ, der Anlauf, Angriff, τῷ τειχίσματι, auf die Befestigung, Thuc. 4, 23 u. öfter; bes. von einem plötzlichen Angriff. wie auch Her. 1, 6 ἁρπαγὴ ἐξ ἐπιδρομῆς, eine Plünderung auf einem Streifzuge, der Unterwerfung des Landes entgegengesetzt ist; so auch Pol. u. Plut. δέχεσθαι τὴν τῶν πολεμίων ἐπιδρομήν Caes. 44; σημαίνων ἐπιδρομήν, das Zeichen zum Angriff geben, Camill. 34; – ἐξ ἐπιδρομῆς, adverbial, durch Überfall, unerwartet, τὰς αἱρέσεις ποιεῖσθαι Plat. Rep. X, 619 b; μηδὲν ἐξ ἐπ. παθεῖν Dem. 21, 138; auch λέγειν, aus dem Stegreif, Plut. Anton. 80. – Bei Eur. Hel. 404, Λιβύης ἐρήμους ἀξένους τ' ἐπιδρομὰς πέπλευκα, heißt es Zugänge, Gestade.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de courir contre ; incursion, attaque : ἐξ ἐπιδρομῆς PLAT au pied levé, d'emblée, à l'improviste.
Étymologie: ἐπιδραμεῖν, inf. ao.2 de ἐπιτρέχω.
Greek Monolingual
η (AM ἐπιδρομή)
1. αιφνιδιαστική και γρήγορη επίθεση ή εισβολή («οι επιδρομές τών βαρβάρων»)
2. αιφνιδιαστική και βίαιη μετακίνηση ή εμφάνιση («επιδρομή ακρίδων», «κυμάτων ἐπιδρομή)»
αρχ.
1. κίνηση προς τα εμπρός
2. σύντομη, βιαστική μελέτη ή εξέταση («ἐν τῇ ἐπιδρομῇ τῶν φιλοσόφων»)
3. τόπος κατάλληλος για απόβαση
4. συγκέντρωση
5. φρ. «ἐξ ἐπιδρομῆς» — αιφνίδια, πρόχειρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δρομή (< δραμείν απρμφ. αορίστου του τρέχω), τ. που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας δρεμ- (πρβλ. και δραμείν συνεσταλμένη βαθμίδα)].
Greek Monotonic
ἐπιδρομή: ἡ (ἐπιδραμεῖν),·
I. ξαφνική εισβολή, έφοδος, επίθεση, σε Θουκ.· ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή, διαρπαγή, λεηλασία μέσω εισβολής, δηλ. «πλιάτσικο», σε Ηρόδ.· απ' όπου, ἐξ ἐπιδρομῆς, αιφνιδίως, στην στιγμή, ξαφνικά, προχείρως, σε Δημ.
II. το μέρος στο οποίο εισέρχονται τα πλοία, τόπος απόβασης, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδρομή: ἡ
1 бег (по направлению к чему-л.): ἐπιδρομαὶ κυμάτων Arst. прибой или прилив;
2 набег, нападение (τῷ τειχίσματι Thuc.; τῶν πολεμίων Plut.): ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή Her. хищнический набег; ἐξ ἐπιδρομῆς Plat., Dem., Plut.; стремительно, без приготовления, сгоряча;
3 место (для) высадки (ἐπιδρομαὶ Λιβύης Eur.).
Middle Liddell
ἐπιδρομή, ἡ, ἐπιδραμεῖν
I. a sudden inroad, a raid, attack, Thuc.; ἐξ ἐπιδρομῆς ἁρπαγή plundering by means of an inroad, i. e. a plundering inroad, Hdt.; hence, ἐξ ἐπιδρομῆς on the sudden, off-hand, Dem.
II. a place to which ships run in, a landing-place, Eur.