πάροινος: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
mNo edit summary
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πάροινος -ον [[[παρά]], [[οἶνος]]] [[dronken]]; subst. [[τὸ πάροινον]] [[dronken bui]].
|elnltext=πάροινος -ον [[[παρά]], [[οἶνος]]] [[dronken]]; subst. [[τὸ πάροινον]] [[dronken bui]].
}}
{{elru
|elrutext='''παροινος:''' [[пьяный]], [[хмельной]] ([[ὀξύχειρ]] καὶ π. Luc.): π. [[μάχη]] Anacr. драка в пьяном виде.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 14:07, 13 June 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάροινος Medium diacritics: πάροινος Low diacritics: πάροινος Capitals: ΠΑΡΟΙΝΟΣ
Transliteration A: pároinos Transliteration B: paroinos Transliteration C: paroinos Beta Code: pa/roinos

English (LSJ)

πάροινον,
A = παροινικός (drunk, inebriated), Pratin.Lyr.1.8. Lys.4.8, Antiph. 146, etc.; μάχαι πάροινοι Anacreont.40.12; τὸ σὸν πάροινον Men.Pk.444. Adv. παροίνως = drunkenly Poll.6.21.
II = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ath. 14.629e.

German (Pape)

[Seite 525] = παροίνιος; ἄνθρωπος, Antiphan. bei Ath. X, 445 c; Lys. 4, 8; καὶ μέθυσος, Luc. Tim. 55; a. Sp.; μάχη, beim Wein, Anacr. 40, 12; λήρησις, Plut. Symp. 8 prooem. – Auch adv., Poll. 6, 21.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ivre;
NT: ivrogne, adonné au vin.
Étymologie: παρά, οἶνος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάροινος -ον [παρά, οἶνος] dronken; subst. τὸ πάροινον dronken bui.

Russian (Dvoretsky)

παροινος: пьяный, хмельной (ὀξύχειρ καὶ π. Luc.): π. μάχη Anacr. драка в пьяном виде.

English (Strong)

from παρά and οἶνος; staying near wine, i.e. tippling (a toper): given to wine.

English (Thayer)

πάροινον, a later Greek word for the earlier παροίνιος (παρά (which see IV:1) and οἶνος, one who sits long at his wine), given to wine, drunken: brawling, abusive).

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
μσν.
ακόλαστοςπάροινος βασιλεία», Θεοφ. Σιμ.)
αρχ.
1. παροίνιος
2. οινοπότης, μέθυσος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ πάροινον
η ιδιότητα του παροίνου, η παροινία.
επίρρ...
παροίνως Α
κατά τον τρόπο του παροίνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + οἶνος (πρβλ. κάτοινος)].

Greek Monotonic

πάροινος: -ον, = παροινικός, Λυσίας κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πάροινος: -ον, = παροινικός, Πρατίν. 1. 10, Λυσίας, 101. 20, Ἀντιφάν. ἐν «Λυδῷ» 1, κλ.· - Ἐπίρρ. -νως, Πολυδ. Ϛ΄, 21 ΙΙ. = παροίνιος ΙΙ, ὄρχησις Ἀθήν. 629Ε, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «πάροινος· ἁμαρτωλός, μεθυστής. ὑβριστής, λοίδορος. ἔκλυτος».

Middle Liddell

πάρ-οινος, ον, = παροινικός, Lys., etc.]

Chinese

原文音譯:p£roinoj 爬而-哀挪士
詞類次數:形容詞(2)
原文字根:在旁-酒
字義溯源:逗留於酒旁,因酒滋事,喝晬的,嗜酒的,濫用的,喧嚷的;由(παρά)*=旁,出於)與(οἶνος)*=酒)組成;其中 (οἶνος)或源自希伯來文(יַיִן‎)=酒,使興奮)
出現次數:總共(2);提前(1);多(1)
譯字彙編
1) 嗜酒(2) 提前3:3; 多1:7