ὑπόλειμμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source
(4b)
mNo edit summary
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypoleimma
|Transliteration C=ypoleimma
|Beta Code=u(po/leimma
|Beta Code=u(po/leimma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">remnant, remainder</b>, <span class="bibl">Hp.<span class="title">Prorrh.</span>2.42</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">HA</span>559b21</span>, <span class="bibl"><span class="title">GA</span>744b15</span>,<span class="bibl">31</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">CP</span>1.11.3</span>, al., <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>21.14</span>, al.</span>
|Definition=ὑπολείμματος, τό, [[remnant]], [[remainder]], Hp.''Prorrh.''2.42, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''559b21, ''GA''744b15,31, Thphr.''CP''1.11.3, al., [[LXX]] ''4 Ki.''21.14, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] τό, Ueberbleibsel; Theophr.; Plut. Pomp. 16.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1223.png Seite 1223]] τό, [[Überbleibsel]]; Theophr.; Plut. Pomp. 16.
}}
{{ntsuppl
|ntstxt=ὑπολείμματος (τὸ) [[reste]], [[résidu]]<br>[[ὑπολείπω]]
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπόλειμμα:''' ὑπολείμματος τό [[остаток]] (τῆς τροφῆς Arst.): ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. [[остатки]] (разгромленных) политических группировок.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπόλειμμα''': τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «ἀπομεινάρι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ.
|lstext='''ὑπόλειμμα''': τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «[[απομεινάρι|ἀπομεινάρι]]», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[ὑπόλειμμα]], -είμματος, ΝΜΑ [[ὑπολείπω]]<br />[[καθετί]] που μένει ως [[υπόλοιπο]], [[απομεινάρι]] (α. «έφαγε ό,τι [[υπόλειμμα]] φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(γεωπ.)</b> η [[ποσότητα]] φυτοφαρμάκων που παραμένει [[μέσα]] στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, [[μετά]] από ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ή [[κατά]] τη [[συγκομιδή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα [[φυτών]] που μένουν στον αγρό [[μετά]] τη [[συγκομιδή]].
|mltxt=το / [[ὑπόλειμμα]], -είμματος, ΝΜΑ [[ὑπολείπω]]<br />[[καθετί]] που μένει ως [[υπόλοιπο]], [[απομεινάρι]] (α. «έφαγε ό,τι [[υπόλειμμα]] φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(γεωπ.)</b> η [[ποσότητα]] φυτοφαρμάκων που παραμένει [[μέσα]] στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, [[μετά]] από ορισμένο [[χρονικό]] [[διάστημα]] ή [[κατά]] τη [[συγκομιδή]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα [[φυτών]] που μένουν στον αγρό [[μετά]] τη [[συγκομιδή]].
}}
}}
{{elru
{{Chinese
|elrutext='''ὑπόλειμμα:''' ατος τό остаток (τῆς τροφῆς Arst.): ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. остатки (разгромленных) политических группировок.
|sngr='''原文音譯''':kat£leimma 卡他-練馬<br />'''詞類次數''':名詞(1)<br />'''原文字根''':向下-缺乏 相當於: ([[שְׁאָר]]&#x200E;)  ([[שְׁאֵרִית]]&#x200E;)  ([[שָׂרִיד]]&#x200E;)<br />'''字義溯源''':殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自([[καταλείπω]])=留下);由([[κατά]] / [[καθεῖς]] / [[καθημέραν]] / [[κατακύπτω]])*=下,按照)與([[λείπω]])*=缺少,留下)組成。註:和合本以 ([[ὑπόλειμμα]])代替 ([[κατάλειμμα]] / [[ὑπόλειμμα]])比較: ([[λεῖμμα]])=餘數參讀 ([[ἀπολείπω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(1);羅(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 餘數(1) 羅9:27
}}
}}

Latest revision as of 11:12, 13 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόλειμμα Medium diacritics: ὑπόλειμμα Low diacritics: υπόλειμμα Capitals: ΥΠΟΛΕΙΜΜΑ
Transliteration A: hypóleimma Transliteration B: hypoleimma Transliteration C: ypoleimma Beta Code: u(po/leimma

English (LSJ)

ὑπολείμματος, τό, remnant, remainder, Hp.Prorrh.2.42, Arist.HA559b21, GA744b15,31, Thphr.CP1.11.3, al., LXX 4 Ki.21.14, al.

German (Pape)

[Seite 1223] τό, Überbleibsel; Theophr.; Plut. Pomp. 16.

French (New Testament)

ὑπολείμματος (τὸ) reste, résidu
ὑπολείπω

Russian (Dvoretsky)

ὑπόλειμμα: ὑπολείμματος τό остаток (τῆς τροφῆς Arst.): ὑπολείμματα τῶν στάσεων Plut. остатки (разгромленных) политических группировок.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόλειμμα: τό, τὸ ὑπολειπόμενον, «ἀπομεινάρι», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2, 10, π. Ζ. Γεν. 2. 6, 41 καὶ 44, Θεόφρ., κλπ.

Greek Monolingual

το / ὑπόλειμμα, -είμματος, ΝΜΑ ὑπολείπω
καθετί που μένει ως υπόλοιπο, απομεινάρι (α. «έφαγε ό,τι υπόλειμμα φαγητού βρήκε» β. «ὑπολείμματα πολλὰ ὑγρότητος γονίμου», Θεόφρ.)
νεοελλ.
1. (γεωπ.) η ποσότητα φυτοφαρμάκων που παραμένει μέσα στους ιστούς ενός φυτού ή στην επιφάνειά τους, μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα ή κατά τη συγκομιδή
2. φρ. «υπολείμματα καλλιέργειας» — φυτά ή τμήματα φυτών που μένουν στον αγρό μετά τη συγκομιδή.

Chinese

原文音譯:kat£leimma 卡他-練馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:向下-缺乏 相當於: (שְׁאָר‎) (שְׁאֵרִית‎) (שָׂרִיד‎)
字義溯源:殘餘,剩餘,餘數,剩下餘數;源自(καταλείπω)=留下);由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(λείπω)*=缺少,留下)組成。註:和合本以 (ὑπόλειμμα)代替 (κατάλειμμα / ὑπόλειμμα)比較: (λεῖμμα)=餘數參讀 (ἀπολείπω)同義字
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 餘數(1) 羅9:27