κρασί: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Μ κρασίον και κρασίν και [[κρασί]])<br />αλκοολούχο [[ποτό]] που παρασκευάζεται [[κυρίως]] με [[ζύμωση]] του γλεύκους σταφυλιών, [[οίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρασί]] [[γιοματάρι]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που [[μόλις]] ανοίχθηκε<br />β) «[[κρασί]] [[σώσμα]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που κοντεύει να τελειώσει<br />γ) «καλά κρασιά» — λέγεται ως [[ευχή]] ή ως [[απάντηση]] σε κάποιον που λέει ασυναρτησίες<br />δ) «έβαλε [[νερό]]" στο [[κρασί]] του» — υποχώρησε, έγινε διαλλακτικό^<br />ε) «δεν μιλάει αυτός, μιλάει το [[κρασί]]» — λέγεται για κάποιον που έχει μεθύσει και φλυαρεί<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κρασί]] σέ [[πίνω]] για καλό και συ μέ πας στον τοίχο» ή «καλό [[κρασί]], [[κακό]] [[κεφάλι]]» — λέγεται γι' αυτούς που μεθούν και δεν ξέρουν τί κάνουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. <i>κρασίν</i> <span style="color: red;"><</span> <i>κρασίον</i> <span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]], με μεταπλασμό αναλογικό [[προς]] τα ουδέτερα οξύτονα [[πιεῖν]], [[φαγεῖν]], [[τυρίν]], <i>ψωμίν</i>, <i>τα</i> οποία έχουν ανάλογη [[χρήση]] και [[σημασία]] ([[πρβλ]]. και [[ἅλας]] (<i>τὸ</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>τοὺς [[ἅλας]], [[κατά]] τα ουδ. ουσ. τὸ [[ὄξος]], τὸ [[ἔλαιον]], τὸ [[πέπερι]]). Η λ. [[κρασί]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]] «[[ανάμιξη]], [[ανάμιξη]] κρασιού με [[νερό]]») δήλωνε αρχικά τον οίνο που είχε αναμιχθεί με [[νερό]], τον «κεκραμένο οίνο», και αργότερα κατέληξε να σημαίνει και τον «άκρατο οίνο». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κρασί]] προήλθε μεν από το ουσ. [[κρᾶσις]], όχι όμως με σημ. «[[ανάμιξη]] οίνου με [[νερό]]», [[αλλά]] με τη δευτερεύουσα στους βυζαντινούς χρόνους σημ. «[[μέτρο]] οίνου, ορισμένη [[ποσότητα]] οίνου», η οποία κατέληξε να σημαίνει [[κρασί]] ([[πρβλ]]. την ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της βυζαντινής λ. [[κρασοβόλι]](<i>ν</i>) από «[[ποτήρι]]» σε «[[κρασί]]»). Αυτή η [[άποψη]] δεν φαίνεται όμως πολύ πιθανή, [[διότι]] η [[ανάμιξη]] του οίνου δεν ήταν [[πάντα]] ορισμένη. Η λ. [[κρασί]](<i>ν</i>) σχηματίστηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους για να υποκαταστήσει τη λ. [[οἶνος]], πιθ. [[διότι]] η τελευταία αποτελούσε λ. θρησκευτικού λεξιλογίου, «[[λέξη]] [[ταμπού]]» ([[πρβλ]]. και [[ὕδωρ]]: [[νερό]]), δήλωνε δηλ. το αγιασμένο [[κρασί]], τη [[θεία]] [[κοινωνία]]. Η λ. [[οἶνος]] διατηρήθηκε [[μέχρι]] [[σήμερα]] [[κυρίως]] ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. λ. [[οινοποιία]]) [[καθώς]] και σε νεοελλ. διαλεκτικούς τ. ([[πρβλ]]. [[ποντ]]. <i>όιναρ</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κρασίτσιν]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασάκι]], [[κρασάτος]], [[κρασώνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασάς]], [[κρασίλα]], [[κράσος]], [[κρασούρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κρασοποτηράς]], <i>κρασοπωλείον</i><br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασοβόλι]](<i>ον</i>), [[κρασοπατέρας]], [[κρασοπινάς]], [[κρασοπούλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασοβάρελο]], [[κρασοβρεξιά]], [[κρασοκανάτα]], [[κρασοκανάτας]], [[κρασοκατάνυξη]], [[κρασοκερνώ]], [[κρασολάσπη]], [[κρασομεθώ]], [[κρασόνερο]], [[κρασοπότηρο]], [[κρασοπότης]], [[κρασοπότι]], [[κρασοποτίζω]], [[κρασοπουλειό]], [[κρασοπουλώ]], [[κρασοστάφυλο]], [[κρασοσφούγγαρο]], [[κρασοτάσι]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> <i>κουμαρόκρασο</i>, [[μηλόκρασο]], <i>ξιδόκρασο</i>, <i>ξινόκρασο</i>, <i>παλιόκρασο</i>, <i>σταφιδόκρασο</i>.
|mltxt=το (Μ [[κρασίον]] και [[κρασίν]] και [[κρασί]])<br />αλκοολούχο [[ποτό]] που παρασκευάζεται [[κυρίως]] με [[ζύμωση]] του γλεύκους σταφυλιών, [[οίνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «[[κρασί]] [[γιοματάρι]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που [[μόλις]] ανοίχθηκε<br />β) «[[κρασί]] [[σώσμα]]» — [[κρασί]] από [[βαρέλι]] που κοντεύει να τελειώσει<br />γ) «καλά κρασιά» — λέγεται ως [[ευχή]] ή ως [[απάντηση]] σε κάποιον που λέει ασυναρτησίες<br />δ) «έβαλε [[νερό]]" στο [[κρασί]] του» — υποχώρησε, έγινε διαλλακτικό^<br />ε) «δεν μιλάει αυτός, μιλάει το [[κρασί]]» — λέγεται για κάποιον που έχει μεθύσει και φλυαρεί<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κρασί]] σέ [[πίνω]] για καλό και συ μέ πας στον τοίχο» ή «καλό [[κρασί]], [[κακό]] [[κεφάλι]]» — λέγεται γι' αυτούς που μεθούν και δεν ξέρουν τί κάνουν.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. κρασίν <span style="color: red;"><</span> κρασίον <span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]], με μεταπλασμό αναλογικό [[προς]] τα ουδέτερα οξύτονα [[πιεῖν]], [[φαγεῖν]], [[τυρίν]], ψωμίν, τα οποία έχουν ανάλογη [[χρήση]] και [[σημασία]] ([[πρβλ]]. και [[ἅλας]] (τὸ) <span style="color: red;"><</span> τοὺς [[ἅλας]], [[κατά]] τα ουδ. ουσ. τὸ [[ὄξος]], τὸ [[ἔλαιον]], τὸ [[πέπερι]]). Η λ. [[κρασί]] (<span style="color: red;"><</span> [[κρᾶσις]] «[[ανάμιξη]], [[ανάμιξη]] κρασιού με [[νερό]]») δήλωνε αρχικά τον οίνο που είχε αναμιχθεί με [[νερό]], τον «κεκραμένο οίνο», και αργότερα κατέληξε να σημαίνει και τον «άκρατο οίνο». Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. [[κρασί]] προήλθε μεν από το ουσ. [[κρᾶσις]], όχι όμως με σημ. «[[ανάμιξη]] οίνου με [[νερό]]», [[αλλά]] με τη δευτερεύουσα στους βυζαντινούς χρόνους σημ. «[[μέτρο]] οίνου, ορισμένη [[ποσότητα]] οίνου», η οποία κατέληξε να σημαίνει [[κρασί]] ([[πρβλ]]. την ανάλογη σημασιολογική [[εξέλιξη]] της βυζαντινής λ. [[κρασοβόλι]](ν) από «[[ποτήρι]]» σε «[[κρασί]]»). Αυτή η [[άποψη]] δεν φαίνεται όμως πολύ πιθανή, [[διότι]] η [[ανάμιξη]] του οίνου δεν ήταν [[πάντα]] ορισμένη. Η λ. [[κρασί]](ν) σχηματίστηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους για να υποκαταστήσει τη λ. [[οἶνος]], πιθ. [[διότι]] η τελευταία αποτελούσε λ. θρησκευτικού λεξιλογίου, «[[λέξη]] [[ταμπού]]» ([[πρβλ]]. και [[ὕδωρ]]: [[νερό]]), δήλωνε δηλ. το αγιασμένο [[κρασί]], τη [[θεία]] [[κοινωνία]]. Η λ. [[οἶνος]] διατηρήθηκε [[μέχρι]] [[σήμερα]] [[κυρίως]] ως α' συνθετικό ([[πρβλ]]. λ. [[οινοποιία]]) [[καθώς]] και σε νεοελλ. διαλεκτικούς τ. ([[πρβλ]]. [[ποντ]]. όιναρ).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[κρασίτσιν]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασάκι]], [[κρασάτος]], [[κρασώνομαι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασάς]], [[κρασίλα]], [[κράσος]], [[κρασούρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>μσν.</b> [[κρασοποτηράς]], κρασοπωλείον<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[κρασοβόλι]](ον), [[κρασοπατέρας]], [[κρασοπινάς]], [[κρασοπούλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κρασοβάρελο]], [[κρασοβρεξιά]], [[κρασοκανάτα]], [[κρασοκανάτας]], [[κρασοκατάνυξη]], [[κρασοκερνώ]], [[κρασολάσπη]], [[κρασομεθώ]], [[κρασόνερο]], [[κρασοπότηρο]], [[κρασοπότης]], [[κρασοπότι]], [[κρασοποτίζω]], [[κρασοπουλειό]], [[κρασοπουλώ]], [[κρασοστάφυλο]], [[κρασοσφούγγαρο]], [[κρασοτάσι]]. (Β' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> κουμαρόκρασο, [[μηλόκρασο]], ξιδόκρασο, ξινόκρασο, παλιόκρασο, σταφιδόκρασο.
}}
{{trml
|trtx=Afrikaans: wyn; Aghwan: 𐕔𐔼; Albanian: verë; Amharic: ወይን ጠጅ; Arabic: نَبِيذ‎, خَمْر‎, شَرَاب‎; Egyptian Arabic: نبيت‎, خمرة‎; Hijazi Arabic: خَمُر‎; Aragonese: vin; Aramaic: ܚܡܪܐ‎; Armenian: գինի; Old Armenian: գինի; Aromanian: yin; Assamese: সুৰা; Asturian: vinu; Avar: чагъир; Azerbaijani: şərab, çaxır; Bactrian: μολο; Bashkir: шарап; Basque: ardo; Belarusian: віно; Bengali: মদ, শরাব; Breton: gwin; Bulgarian: вино, вино; Burmese: ဝိုင်; Buryat: архи; Catalan: vi; Central Melanau: wain; Chechen: чагӏар; Chinese Cantonese: 葡萄酒; Dungan: путоҗю; Mandarin: 葡萄酒; Min Nan: 葡萄酒; Wu: 葡萄酒; Chuvash: эрех; Classical Nahuatl: vino; Coptic: ⲏⲣⲡ, ⲏⲗⲡ, ⲙⲣⲓⲥ; Cornish: gwin; Corsican: vinu; Crimean Tatar: şarap; Czech: víno; Dalmatian: ven, vain; Danish: vin; Dutch: [[wijn]]; Elfdalian: win; Esperanto: vino; Estonian: vein; Evenki: араки; Ewe: wein; Faliscan: vinu; Faroese: vín; Finnish: viini; French: [[vin]]; Middle French: vin; Old French: vin; Friulian: vin; Galician: viño; Georgian: ღვინო; German: [[Wein]]; Alemannic German: Wii, Win; Rhine Franconian: Woi; Gothic: 𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: [[κρασί]]; Aeolic: ϝοῖνος; Ancient Greek: [[οἶνος]], [[μέθυ]], [[κρασίον]]; Mycenaean: 𐀺𐀜, 𐂖; Greenlandic: viinni; Gujarati: વાઇન; Hattic: findu; Hawaiian: waina; Hebrew: יין \ יַיִן‎, חמר \ חֶמֶר‎; Hindi: शराब, वाइन, मदिरा; Hittite Hungarian: bor; Hunsrik: Wein; Hurrian: šuwali; Icelandic: vín, léttvín, víndrykkur; Ido: vino; Indonesian: anggur; Interlingua: vino; Irish: fíon; Old Irish: fín; Istriot: veîn; Istro-Romanian: vir; Italian: [[vino]]; Italiot Greek: crasì; Japanese: ワイン, 葡萄酒; Kabyle: ccṛab; Kaingang: vĩjũ; Kannada: ವೈನ್; Kashubian: wino; Kazakh: шарап; Khmer: ស្រាទំពាំងបាយជូរ, ស្រា; Komi-Permyak: вина; Korean: 포도주(葡萄酒), 와인; Kurdish Central Kurdish: بادە‎, مەی‎; Northern Kurdish: şerab, şorav, wîn, mey, bade; Kyrgyz: шарап; Lao: ແວງ; Latin: [[vinum]], [[merum]], [[Bacchi humor]]; Latvian: vīns; Laz: ღუინი; Lezgi: чехир; Limburgish: wien; Lithuanian: vynas; Lombard: vin; Low German: Wien; Luxembourgish: Wäin; Macedonian: вино; Malagasy: divay; Malay: wain, syarab, syarab; Malayalam: വീഞ്ഞ്; Maltese: inbid; Manx: feeyn; Maore Comorian: vinyo Maori: wāina; Marathi: ग्रेप वाईन; Megleno-Romanian: vin; Middle English: wyn; Mingrelian: ღვინი; Mongolian Cyrillic: дарс; Mòcheno: bai'; Nanai: араки; Navajo: wáán; Neapolitan: vvino; Norman: vîn; Northern Sami: viidni; Norwegian: vin; Occitan: vin; Ojibwe: mazhoominaaboo; Old Church Slavonic Cyrillic: вино; Old East Slavic: вино; Old English: wīn; Old Norse: vín; Old Prussian: wīns; Oriya: ମଦ; Oromo: waynii; Ossetian: сӕн; Pashto: می‎, شراب‎; Persian: می‎, شراب‎, باده‎; Plautdietsch: Wien; Polish: wino; Portuguese: [[vinho]]; Old Portuguese: vỹo; Punjabi: ਸ਼ਰਾਬ; Romani: mol; Romanian: vin; Romansch: vegn, vin; Russian: [[вино]]; Rusyn: вино; Sanskrit: सुरा, मदिरा; Sardinian: binu; Scottish Gaelic: fìon; Serbo-Croatian Cyrillic: вино; Roman: víno; Sicilian: vinu; Silesian: wino; Sinhalese: වයින්; Slovak: víno; Slovene: vino; Somali: khamri; Sorbian Lower Sorbian: wino; Upper Sorbian: wino; Sotho: vene; Spanish: [[vino]]; Sumerian: 𒃾; Swahili: divai, mvinyo; Swedish: vin; Tabasaran: чяхир; Tagalog: alak, bino; Tajik: шароб, май, вино, бода, мусаллас; Tamil: வைன்; Tatar: шәраб; Telugu: ద్రాక్ష సారాయి, ద్రాక్షాసవం; Tetum: tua, tua-uvas; Thai: เหล้าองุ่น, ไวน์; Tibetan: རྒུན་ཆང; Tigrinya: ነቢት, ወይኒ; Tocharian B: kuñi-mot; Turkish: şarap, sücü, çakır, mey; Turkmen: şerap, çakyr; Tuvan: арага; Udi: фи; Ugaritic: 𐎊𐎐; Ukrainian: вино; Umbrian: 𐌅𐌉𐌍𐌖; Urartian: ḫaluli; Urdu: شراب‎; Uyghur: ئۈزۈم ھارىقى‎, شاراب‎, بادە‎, ۋىنو‎; Uzbek: sharob, vino, may, boda; Venetian: vin; Vietnamese: rượu vàng, rượu vang; Volapük: vin; Võro: vein; Walloon: vén; Welsh: gwin; West Frisian: wyn; Yakut: вино, арыгы; Yiddish: ווײַן‎; Yoruba: wáìnì; Zulu: iwayini
}}
}}

Latest revision as of 16:51, 18 September 2024

Greek Monolingual

το (Μ κρασίον και κρασίν και κρασί)
αλκοολούχο ποτό που παρασκευάζεται κυρίως με ζύμωση του γλεύκους σταφυλιών, οίνος
νεοελλ.
1. φρ. α) «κρασί γιοματάρι» — κρασί από βαρέλι που μόλις ανοίχθηκε
β) «κρασί σώσμα» — κρασί από βαρέλι που κοντεύει να τελειώσει
γ) «καλά κρασιά» — λέγεται ως ευχή ή ως απάντηση σε κάποιον που λέει ασυναρτησίες
δ) «έβαλε νερό" στο κρασί του» — υποχώρησε, έγινε διαλλακτικό^
ε) «δεν μιλάει αυτός, μιλάει το κρασί» — λέγεται για κάποιον που έχει μεθύσει και φλυαρεί
2. παροιμ. «κρασί σέ πίνω για καλό και συ μέ πας στον τοίχο» ή «καλό κρασί, κακό κεφάλι» — λέγεται γι' αυτούς που μεθούν και δεν ξέρουν τί κάνουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κρασίν < κρασίον < κρᾶσις, με μεταπλασμό αναλογικό προς τα ουδέτερα οξύτονα πιεῖν, φαγεῖν, τυρίν, ψωμίν, τα οποία έχουν ανάλογη χρήση και σημασία (πρβλ. και ἅλας (τὸ) < τοὺς ἅλας, κατά τα ουδ. ουσ. τὸ ὄξος, τὸ ἔλαιον, τὸ πέπερι). Η λ. κρασί (< κρᾶσις «ανάμιξη, ανάμιξη κρασιού με νερό») δήλωνε αρχικά τον οίνο που είχε αναμιχθεί με νερό, τον «κεκραμένο οίνο», και αργότερα κατέληξε να σημαίνει και τον «άκρατο οίνο». Κατ' άλλη άποψη, η λ. κρασί προήλθε μεν από το ουσ. κρᾶσις, όχι όμως με σημ. «ανάμιξη οίνου με νερό», αλλά με τη δευτερεύουσα στους βυζαντινούς χρόνους σημ. «μέτρο οίνου, ορισμένη ποσότητα οίνου», η οποία κατέληξε να σημαίνει κρασί (πρβλ. την ανάλογη σημασιολογική εξέλιξη της βυζαντινής λ. κρασοβόλι(ν) από «ποτήρι» σε «κρασί»). Αυτή η άποψη δεν φαίνεται όμως πολύ πιθανή, διότι η ανάμιξη του οίνου δεν ήταν πάντα ορισμένη. Η λ. κρασί(ν) σχηματίστηκε στους μεσαιωνικούς χρόνους για να υποκαταστήσει τη λ. οἶνος, πιθ. διότι η τελευταία αποτελούσε λ. θρησκευτικού λεξιλογίου, «λέξη ταμπού» (πρβλ. και ὕδωρ: νερό), δήλωνε δηλ. το αγιασμένο κρασί, τη θεία κοινωνία. Η λ. οἶνος διατηρήθηκε μέχρι σήμερα κυρίως ως α' συνθετικό (πρβλ. λ. οινοποιία) καθώς και σε νεοελλ. διαλεκτικούς τ. (πρβλ. ποντ. όιναρ).
ΠΑΡ. μσν. κρασίτσιν
μσν.- νεοελλ.
κρασάκι, κρασάτος, κρασώνομαι
νεοελλ.
κρασάς, κρασίλα, κράσος, κρασούρα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) μσν. κρασοποτηράς, κρασοπωλείον
μσν.- νεοελλ.
κρασοβόλι(ον), κρασοπατέρας, κρασοπινάς, κρασοπούλος
νεοελλ.
κρασοβάρελο, κρασοβρεξιά, κρασοκανάτα, κρασοκανάτας, κρασοκατάνυξη, κρασοκερνώ, κρασολάσπη, κρασομεθώ, κρασόνερο, κρασοπότηρο, κρασοπότης, κρασοπότι, κρασοποτίζω, κρασοπουλειό, κρασοπουλώ, κρασοστάφυλο, κρασοσφούγγαρο, κρασοτάσι. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κουμαρόκρασο, μηλόκρασο, ξιδόκρασο, ξινόκρασο, παλιόκρασο, σταφιδόκρασο.

Translations

Afrikaans: wyn; Aghwan: 𐕔𐔼; Albanian: verë; Amharic: ወይን ጠጅ; Arabic: نَبِيذ‎, خَمْر‎, شَرَاب‎; Egyptian Arabic: نبيت‎, خمرة‎; Hijazi Arabic: خَمُر‎; Aragonese: vin; Aramaic: ܚܡܪܐ‎; Armenian: գինի; Old Armenian: գինի; Aromanian: yin; Assamese: সুৰা; Asturian: vinu; Avar: чагъир; Azerbaijani: şərab, çaxır; Bactrian: μολο; Bashkir: шарап; Basque: ardo; Belarusian: віно; Bengali: মদ, শরাব; Breton: gwin; Bulgarian: вино, вино; Burmese: ဝိုင်; Buryat: архи; Catalan: vi; Central Melanau: wain; Chechen: чагӏар; Chinese Cantonese: 葡萄酒; Dungan: путоҗю; Mandarin: 葡萄酒; Min Nan: 葡萄酒; Wu: 葡萄酒; Chuvash: эрех; Classical Nahuatl: vino; Coptic: ⲏⲣⲡ, ⲏⲗⲡ, ⲙⲣⲓⲥ; Cornish: gwin; Corsican: vinu; Crimean Tatar: şarap; Czech: víno; Dalmatian: ven, vain; Danish: vin; Dutch: wijn; Elfdalian: win; Esperanto: vino; Estonian: vein; Evenki: араки; Ewe: wein; Faliscan: vinu; Faroese: vín; Finnish: viini; French: vin; Middle French: vin; Old French: vin; Friulian: vin; Galician: viño; Georgian: ღვინო; German: Wein; Alemannic German: Wii, Win; Rhine Franconian: Woi; Gothic: 𐍅𐌴𐌹𐌽; Greek: κρασί; Aeolic: ϝοῖνος; Ancient Greek: οἶνος, μέθυ, κρασίον; Mycenaean: 𐀺𐀜, 𐂖; Greenlandic: viinni; Gujarati: વાઇન; Hattic: findu; Hawaiian: waina; Hebrew: יין \ יַיִן‎, חמר \ חֶמֶר‎; Hindi: शराब, वाइन, मदिरा; Hittite Hungarian: bor; Hunsrik: Wein; Hurrian: šuwali; Icelandic: vín, léttvín, víndrykkur; Ido: vino; Indonesian: anggur; Interlingua: vino; Irish: fíon; Old Irish: fín; Istriot: veîn; Istro-Romanian: vir; Italian: vino; Italiot Greek: crasì; Japanese: ワイン, 葡萄酒; Kabyle: ccṛab; Kaingang: vĩjũ; Kannada: ವೈನ್; Kashubian: wino; Kazakh: шарап; Khmer: ស្រាទំពាំងបាយជូរ, ស្រា; Komi-Permyak: вина; Korean: 포도주(葡萄酒), 와인; Kurdish Central Kurdish: بادە‎, مەی‎; Northern Kurdish: şerab, şorav, wîn, mey, bade; Kyrgyz: шарап; Lao: ແວງ; Latin: vinum, merum, Bacchi humor; Latvian: vīns; Laz: ღუინი; Lezgi: чехир; Limburgish: wien; Lithuanian: vynas; Lombard: vin; Low German: Wien; Luxembourgish: Wäin; Macedonian: вино; Malagasy: divay; Malay: wain, syarab, syarab; Malayalam: വീഞ്ഞ്; Maltese: inbid; Manx: feeyn; Maore Comorian: vinyo Maori: wāina; Marathi: ग्रेप वाईन; Megleno-Romanian: vin; Middle English: wyn; Mingrelian: ღვინი; Mongolian Cyrillic: дарс; Mòcheno: bai'; Nanai: араки; Navajo: wáán; Neapolitan: vvino; Norman: vîn; Northern Sami: viidni; Norwegian: vin; Occitan: vin; Ojibwe: mazhoominaaboo; Old Church Slavonic Cyrillic: вино; Old East Slavic: вино; Old English: wīn; Old Norse: vín; Old Prussian: wīns; Oriya: ମଦ; Oromo: waynii; Ossetian: сӕн; Pashto: می‎, شراب‎; Persian: می‎, شراب‎, باده‎; Plautdietsch: Wien; Polish: wino; Portuguese: vinho; Old Portuguese: vỹo; Punjabi: ਸ਼ਰਾਬ; Romani: mol; Romanian: vin; Romansch: vegn, vin; Russian: вино; Rusyn: вино; Sanskrit: सुरा, मदिरा; Sardinian: binu; Scottish Gaelic: fìon; Serbo-Croatian Cyrillic: вино; Roman: víno; Sicilian: vinu; Silesian: wino; Sinhalese: වයින්; Slovak: víno; Slovene: vino; Somali: khamri; Sorbian Lower Sorbian: wino; Upper Sorbian: wino; Sotho: vene; Spanish: vino; Sumerian: 𒃾; Swahili: divai, mvinyo; Swedish: vin; Tabasaran: чяхир; Tagalog: alak, bino; Tajik: шароб, май, вино, бода, мусаллас; Tamil: வைன்; Tatar: шәраб; Telugu: ద్రాక్ష సారాయి, ద్రాక్షాసవం; Tetum: tua, tua-uvas; Thai: เหล้าองุ่น, ไวน์; Tibetan: རྒུན་ཆང; Tigrinya: ነቢት, ወይኒ; Tocharian B: kuñi-mot; Turkish: şarap, sücü, çakır, mey; Turkmen: şerap, çakyr; Tuvan: арага; Udi: фи; Ugaritic: 𐎊𐎐; Ukrainian: вино; Umbrian: 𐌅𐌉𐌍𐌖; Urartian: ḫaluli; Urdu: شراب‎; Uyghur: ئۈزۈم ھارىقى‎, شاراب‎, بادە‎, ۋىنو‎; Uzbek: sharob, vino, may, boda; Venetian: vin; Vietnamese: rượu vàng, rượu vang; Volapük: vin; Võro: vein; Walloon: vén; Welsh: gwin; West Frisian: wyn; Yakut: вино, арыгы; Yiddish: ווײַן‎; Yoruba: wáìnì; Zulu: iwayini