ἀπόδημος: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (1 revision imported) |
||
(7 intermediate revisions by 2 users not shown) | |||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. [[ἀπόδαμος]] Pi.<i>P</i>.4.5<br /><b class="num">1</b> de pers. [[que está en el extranjero]] οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.<i>P</i>.4.5, [[ἄγει]] δὲ καὶ ἀποδήμους Antipho Soph.B 81a, ἀνδρὸς ἀποδήμου Plu.2.799e, ἀπόδημον νυμφίον ἐκ πελάγους [[εἶδον]] ἐπερχόμενον <i>GVI</i> 1948.3 (Esmirna III d.C.), ὡς [[ἄνθρωπος]] [[ἀπόδημος]] ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ <i>Eu.Marc</i>.13.34<br /><b class="num">•</b>subst. τοὺς ... ἀποδήμους ... ἀποδοῦναι τὴν τιμήν <i>SIG</i> 279.25 (Zelea IV a.C.), de ahí Ἀπόδημοι, -ων, οἱ Los viajeros</i> tít. de una comedia de Teófilo <i>AB</i> 724<br /><b class="num">•</b>fig. [[alejado]] τῆς ἐμῆς γνώμης alejado de mi pensamiento</i> Hp.<i>Ep</i>.17 (p.366).<br /><b class="num">2</b> [[que va al extranjero]] ἀ. στρατεία Luc.<i>Am</i>.6. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui voyage hors de son pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δῆμος]]. | |btext=ος, ον :<br />[[qui voyage hors de son pays]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[δῆμος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόδημος:''' дор. ἀπόδᾱμος 2 находящийся или путешествующий в чужих краях Pind., Plut.: ἡ ἀ. [[στρατεία]] Luc. иноземный поход. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 26: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἀποδημον (from [[ἀπό]] and [[δῆμος]] the [[people]]), [[away]] from [[one]]'s [[people]], [[gone]] [[abroad]]: R. V. sojourning in [[another]] [[country]]). (From [[Pindar]] | |txtha=ἀποδημον (from [[ἀπό]] and [[δῆμος]] the [[people]]), [[away]] from [[one]]'s [[people]], [[gone]] [[abroad]]: R. V. sojourning in [[another]] [[country]]). (From [[Pindar]] down.) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, από το [[σπίτι]] του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Πίνδ., Πλούτ. | |lsmtext='''ἀπόδημος:''' Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από την [[πατρίδα]] του, από το [[σπίτι]] του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα [[ξένα]], σε Πίνδ., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=[[away]] from one's [[country]], from [[home]], [[abroad]], Pind., Plut. | ||
}} | }} | ||
{{Chinese | {{Chinese | ||
|sngr='''原文音譯''':¢pÒdhmoj 阿坡-得摩士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':從-公眾(者)<br />'''字義溯源''':遠離本地民眾,往遠方去,寄居外邦;由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[δῆμος]])=公眾)組成,其中 ([[δῆμος]])出自([[δέω]])*=捆綁)<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 寄居外邦(1) 可13:34 | |sngr='''原文音譯''':¢pÒdhmoj 阿坡-得摩士<br />'''詞類次數''':形容詞(1)<br />'''原文字根''':從-公眾(者)<br />'''字義溯源''':遠離本地民眾,往遠方去,寄居外邦;由([[ἀπό]] / [[ἀπαρτί]] / [[ἀποπέμπω]])*=從,出,離)與([[δῆμος]])=公眾)組成,其中 ([[δῆμος]])出自([[δέω]])*=捆綁)<br />'''出現次數''':總共(1);可(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 寄居外邦(1) 可13:34 | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=αὐτός πού ζεῖ μακριά ἀπό τήν πατρίδα του). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + [[δῆμος]] (ρίζα δα τοῦ [[δαίω]] = [[μοιράζω]]). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[ἀποδημέω]] -ῶ, [[ἀποδημητής]], [[ἀποδημητικός]], [[ἀποδημία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 05:57, 4 October 2024
English (LSJ)
Dor. ἀπόδαμος, ον,
A that is away from home, away from one's country, abroad, οὐκ ἀ. Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, cf. Plu.2.799f, etc.; ἀπόδημος ἐπέρχεσθαι = from abroad, CIG3344 A (Smyrna); ἀπόδημος στρατεία Luc.Am.6: metaph., τῆς ἐμῆς γνώμης Hp.Ep.17:—less Att. than ἔκδημος, Moer.143, cf. Poll.1.177.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. ἀπόδαμος Pi.P.4.5
1 de pers. que está en el extranjero οὐκ ἀποδάμου Ἀπόλλωνος τυχόντος Pi.P.4.5, ἄγει δὲ καὶ ἀποδήμους Antipho Soph.B 81a, ἀνδρὸς ἀποδήμου Plu.2.799e, ἀπόδημον νυμφίον ἐκ πελάγους εἶδον ἐπερχόμενον GVI 1948.3 (Esmirna III d.C.), ὡς ἄνθρωπος ἀπόδημος ἀφεὶς τὴν οἰκίαν αὐτοῦ Eu.Marc.13.34
•subst. τοὺς ... ἀποδήμους ... ἀποδοῦναι τὴν τιμήν SIG 279.25 (Zelea IV a.C.), de ahí Ἀπόδημοι, -ων, οἱ Los viajeros tít. de una comedia de Teófilo AB 724
•fig. alejado τῆς ἐμῆς γνώμης alejado de mi pensamiento Hp.Ep.17 (p.366).
2 que va al extranjero ἀ. στρατεία Luc.Am.6.
German (Pape)
[Seite 301] nicht daheim, in der Fremde, abwesend, verreis't, Pind. P. 4, 5; Plut.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui voyage hors de son pays.
Étymologie: ἀπό, δῆμος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόδημος: дор. ἀπόδᾱμος 2 находящийся или путешествующий в чужих краях Pind., Plut.: ἡ ἀ. στρατεία Luc. иноземный поход.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἀποδημῶν, ὁ ζῶν ἢ ταξειδεύων ἐν ξένῃ χώρᾳ, Πινδ. Π. 4. 8., Πλούτ. 2. 799F, κτλ.· ἀπ. ἐπέρχεσθαι, ἐκ τῆς ξένης, Συλλ. Ἐπιγρ. 3344Α: - ἧττον Ἀττ. τοῦ ἔκδημος, «ἔκδημος, Ἀττικῶς· ἀπόδημος, Ἑλληνικῶς» Μοῖρ. 143.
English (Strong)
from ἀπό and δῆμος; absent from one's own people, i.e. a foreign traveller: taking a far journey.
English (Thayer)
ἀποδημον (from ἀπό and δῆμος the people), away from one's people, gone abroad: R. V. sojourning in another country). (From Pindar down.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀπόδημος, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, ο ξενιτεμένος
2. φρ. «ο απόδημος ελληνισμός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + δήμος «εδαφική περιοχή, συνήθως για να δηλώσει τον τόπο καταγωγής κάποιου»].
Greek Monotonic
ἀπόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που βρίσκεται μακριά από την πατρίδα του, από το σπίτι του, αυτός που ζει ή ταξιδεύει στα ξένα, σε Πίνδ., Πλούτ.
Middle Liddell
away from one's country, from home, abroad, Pind., Plut.
Chinese
原文音譯:¢pÒdhmoj 阿坡-得摩士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:從-公眾(者)
字義溯源:遠離本地民眾,往遠方去,寄居外邦;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δῆμος)=公眾)組成,其中 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編:
1) 寄居外邦(1) 可13:34
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού ζεῖ μακριά ἀπό τήν πατρίδα του). Σύνθετο ἀπό τό ἀπό + δῆμος (ρίζα δα τοῦ δαίω = μοιράζω). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ἀποδημέω -ῶ, ἀποδημητής, ἀποδημητικός, ἀποδημία.