κονιάτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
m (LSJ1 replacement)
lsj>Spiros
m (Text replacement - "revocador, revocadora" to "revocador, revocadora; Turkish: sıvacı")
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κονιατής]] και [[κονιαστής]], ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])].
|mltxt=[[κονιατής]] και [[κονιαστής]], ο (Α [[κονιάτης]] και [[κονιατήρ]])<br />[[εργάτης]] [[ειδικός]] στις επιχρίσεις με [[κονίαμα]], αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, [[σοβατζής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i>. Ο τ. [[κονιατήρ]] <span style="color: red;"><</span> <i>κονιῶ</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i> ([[πρβλ]]. [[κρατήρ]], [[στατήρ]])].
}}
{{trml
|trtx====[[plasterer]]===
Bulgarian: мазач; Catalan: guixaire; Chinese Mandarin: [[石膏工]], [[泥瓦匠]]; Dutch: [[stukadoor]]; Finnish: rappari; French: [[plâtrier]], [[plâtreur]]; German: [[Stuckateur]], [[Stuckarbeiter]], [[Gipser]]; Greek: [[αμμοκονιαστής]], [[κονιατής]], [[κονιαστής]], [[σοβατζής]]; Ancient Greek: [[ἀλβάριος]], [[γυψεμπλαστής]], [[γυψοπλάστης]], [[γυψωτής]], [[κονιατήρ]], [[κονιατής]], [[κονιάτης]], [[ὑπαγωγεύς]], [[χρίστης]]; Hebrew: טַיָּח, טַיֶּחֶת; Japanese: 左官; Kazakh: сылақшы; Latin: [[tector]]; Norman: pliâtreux; Ottoman Turkish: ماله‌جی; Polish: tynkarz; Romanian: stucator, tencuitor; Russian: [[штукатур]]; Spanish: [[yesero]], [[yesera]], [[enlucidor]], [[enlucidora]], [[revocador]], [[revocadora]]; Turkish: sıvacı
}}
}}

Revision as of 08:44, 12 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιάτης Medium diacritics: κονιάτης Low diacritics: κονιάτης Capitals: ΚΟΝΙΑΤΗΣ
Transliteration A: koniátēs Transliteration B: koniatēs Transliteration C: koniatis Beta Code: konia/ths

English (LSJ)

κονιάτου, ὁ, = κονιατήρ (plasterer), IG 11(2).146 A 74 (Delos, iv BC), Sammelb. 6823.20 (i AD), POxy. 1450.6 (iii AD) ; gloss on ἐξαλίπτης, Gal. 19.98, cf. Sch. Ar. Av. 1150 ; title of play by Amphis.

Greek Monolingual

κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].

Translations

plasterer

Bulgarian: мазач; Catalan: guixaire; Chinese Mandarin: 石膏工, 泥瓦匠; Dutch: stukadoor; Finnish: rappari; French: plâtrier, plâtreur; German: Stuckateur, Stuckarbeiter, Gipser; Greek: αμμοκονιαστής, κονιατής, κονιαστής, σοβατζής; Ancient Greek: ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης; Hebrew: טַיָּח, טַיֶּחֶת; Japanese: 左官; Kazakh: сылақшы; Latin: tector; Norman: pliâtreux; Ottoman Turkish: ماله‌جی; Polish: tynkarz; Romanian: stucator, tencuitor; Russian: штукатур; Spanish: yesero, yesera, enlucidor, enlucidora, revocador, revocadora; Turkish: sıvacı