κονιάτης: Difference between revisions
Θεὸν σέβου καὶ πάντα πράξεις εὐθέως (ἐνθέως) → Verehre Gott und alles schaffst du auf der Stell (gotterfüllt) → Verehre Gott, sogleich hast du durchweg Erfolg
lsj>Spiros m (Text replacement - "revocador, revocadora" to "revocador, revocadora; Turkish: sıvacı") |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 13:36, 12 October 2024
English (LSJ)
κονιάτου, ὁ, = κονιατήρ (plasterer), IG 11(2).146 A 74 (Delos, iv BC), Sammelb. 6823.20 (i AD), POxy. 1450.6 (iii AD) ; gloss on ἐξαλίπτης, Gal. 19.98, cf. Sch. Ar. Av. 1150 ; title of play by Amphis.
Greek Monolingual
κονιατής και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ)
εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα -τήρ (πρβλ. κρατήρ, στατήρ)].
Translations
plasterer
Bulgarian: мазач; Catalan: guixaire; Chinese Mandarin: 石膏工, 泥瓦匠; Dutch: stukadoor; Finnish: rappari; French: plâtrier, plâtreur; German: Stuckateur, Stuckarbeiter, Gipser; Greek: αμμοκονιαστής, κονιατής, κονιαστής, σοβατζής; Ancient Greek: ἀλβάριος, γυψεμπλαστής, γυψοπλάστης, γυψωτής, κονιατήρ, κονιατής, κονιάτης, ὑπαγωγεύς, χρίστης; Hebrew: טַיָּח, טַיֶּחֶת; Japanese: 左官; Kazakh: сылақшы; Latin: tector; Norman: pliâtreux; Ottoman Turkish: مالهجی; Polish: tynkarz; Romanian: stucator, tencuitor; Russian: штукатур; Spanish: yesero, yesera, enlucidor, enlucidora, revocador, revocadora; Turkish: sıvacı