πρωτεργάτης: Difference between revisions
From LSJ
Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801
lsj>Spiros mNo edit summary |
m (1 revision imported) |
(No difference)
|
Latest revision as of 13:36, 12 October 2024
Greek (Liddell-Scott)
πρωτεργάτης: [ᾰ], ὁ, καὶ - εργάτις, ἡ, πρῶτος ἐργάτης, πρωτουργός, πρωταίτιος, Βυζ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜ θηλ. πρωτεργάτρια και πρωτεργάτισσα Ν, και πρωτεργάτις, -ιδος, Μ
αυτός που είχε την πρωτοβουλία για την επίτευξη ενός, συνήθως, σημαντικού έργου, αυτός που διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στην πραγματοποίηση ενός έργου, πρωτουργός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + ἐργάτης. Ο νεοελλ. τ. του θηλ. πρωτεργάτρια μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις].