κρουνοχυτρολήραιος: Difference between revisions
Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
m (Text replacement - " )" to ")") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=krounochytroliraios | |Transliteration C=krounochytroliraios | ||
|Beta Code=krounoxutrolh/raios | |Beta Code=krounoxutrolh/raios | ||
|Definition=ὁ, [[pourer forth of washy twaddle]], with collat.notion of [[water-drinker]], Com.word in | |Definition=ὁ, [[pourer forth of washy twaddle]], with collat.notion of [[water-drinker]], Com.word in [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''89. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=κρουνοχυτρολήραιος -ου, ὁ [κρουνός, χύτρα, λῆρος] slappe-onzin-spuiter (kom. [[epithet]]). | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 12:36, 13 October 2024
English (LSJ)
ὁ, pourer forth of washy twaddle, with collat.notion of water-drinker, Com.word in Ar.Eq.89.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
flux de paroles ; bavard insupportable.
Étymologie: κρουνός, χύτρα, λῆρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κρουνοχυτρολήραιος -ου, ὁ [κρουνός, χύτρα, λῆρος] slappe-onzin-spuiter (kom. epithet).
Russian (Dvoretsky)
κρουνοχυτρολήραιος: ὁ ирон. водолей, пустослов Arph.
Greek (Liddell-Scott)
κρουνοχυτρολήραιος: ὁ, κωμικ. λέξις ἐν Ἀριστοφ. Ἱππ. 89, ἀκρίτως ἐκχέων ἄφθονον καὶ μάταιον λῆρον, ἀνόητος, περιττολόγος, φλύαρος.
Greek Monolingual
κρουνοχυτρολήραιος, ὁ (Α)
αυτός που λέει πολλές ανοησίες, φαφλατάς («κρουνοχυτρολήραιος ει», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο επ' ευκαιρία», πλασμένο στη γλώσσα της κωμωδίας (Αριστοφ.) < κρουνός + χύτρα + λῆρος «ανόητος, φαφλατάς» + επίθημα -αιος].
Greek Monotonic
κρουνοχυτρολήραιος: ὁ (κρουνός, χύτρα, ληρέω), αυτός που βγάζει από το στόμα ανούσιες φλυαρίες, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κρουνο-χυτρο-λήραιος, ὁ, κρουνός, χύτρα, ληρέω
a pourer forth of washy twaddle, Ar.