3,274,313
edits
(1b) |
m (Text replacement - " )" to ")") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
(20 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protreptikos | |Transliteration C=protreptikos | ||
|Beta Code=protreptiko/s | |Beta Code=protreptiko/s | ||
|Definition= | |Definition=προτρεπτική, προτρεπτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[hortatory]], λόγοι Isoc.1.3, cf. Phld.Po.5 Fr.1, IG22.2291a.4, etc.; ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]] = [[skill]] in [[oratory]], Pl. Euthd.278c, cf. Chrysipp.Stoic.3.189; [[προτρεπτικός]] (''[[sc.]]'' [[λόγος]]), ὁ, title of works by [[Aristotle]], [[Epicurus]], [[Cleanthes]], etc.: Comp., οὐδὲν προτρεπτικώτερον Arr. Epict.3.23.36: Sup., [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin.3.154. Adv. [[προτρεπτικῶς]] = [[encouragingly]], Luc.Somn.3.<br><span class="bld">2</span> generally, [[exciting]], [[stimulating]], ἐς οὔρησιν Hp.Acut.59; [[γάλα]]κτος Gp.12.13.2. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] ή, όν, erweckend, ermahnend, aufregend; [[λόγος]], Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ προτρεπτικῶς κατήρξατό μου, Luc., omn. 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0793.png Seite 793]] ή, όν, [[erweckend]], [[ermahnend]], [[aufregend]]; [[λόγος]], Plat. Euthyd. 282 d; Isocr. 1, 3; πρὸς ἀρετὴν προτρεπτικώτατος, Aesch. 3, 154; – adv., οὐ [[προτρεπτικῶς]] κατήρξατό μου, Luc., omn. 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qui peut pousser en avant]] <i>ou</i> [[qui peut stimuler]], [[persuasif]], <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc.;<br /><i>Sp.</i> προτρεπτικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[προτρέπω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=προτρεπτικός -ή -όν [προτρέπω] [[aansporend]] (tot); geneesk..; π. ἐς οὔρησιν [[vochtafdrijvend]] Hp. Acut. 59; subst. ὁ προτρεπτικός (''[[sc.]]'' λόγος) [[waarschuwing]], [[aansporing]], [[betoog]]; Προτρεπτικός als titel van werk Aansporing (tot de filosofie). | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προτρεπτικός:''' [[увещевательный]], [[убеждающий]] (λόγοι Isocr., Arst.; [[σοφία]] Plat.): π. πρός τι Aeschin. зовущий к чему-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30. | |lstext='''προτρεπτικός''': -ή, -όν, ὁ [[χάριν]] προτροπῆς γενόμενος, ὁ προτρέπων εἴς τι, λόγοι Ἰσοκρ. 1C. κτλ.· ἡ πρ. [[σοφία]], ἡ ῥητορικὴ [[τέχνη]] ἢ [[δεξιότης]], Πλάτ. Εὐθύδημ. 278C ― Ἐπίρρ. -κῶς, πειστικῶς, Λουκ. Ἐνύπν. 3. 2) [[καθόλου]], ὁ παρακινῶν, διερεθίζων, [[διεγερτικός]], εἰς οὔρησιν Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 394· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετὴν Αἰσχίν. 75. 30. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προτρεπτικός:''' -ή, -όν, [[παραινετικός]] ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]], [[ρητορική]] [[ικανότητα]] ή [[δεξιότητα]], σε Πλάτ.· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -[[κῶς]], πειστικά, σε Λουκ. | |lsmtext='''προτρεπτικός:''' -ή, -όν, [[παραινετικός]] ἡ προτρεπτικὴ [[σοφία]], [[ρητορική]] [[ικανότητα]] ή [[δεξιότητα]], σε Πλάτ.· [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν, σε Αισχίν.· επίρρ. -[[κῶς]], πειστικά, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προτρεπτικός]], ή, όν<br />[[persuasive]], ἡ πρ. [[σοφία]] [[skill]] in [[oratory]], Plat.; [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, [[persuasively]], Luc. [from [[προτρέπω]] | |mdlsjtxt=[[προτρεπτικός]], ή, όν<br />[[persuasive]], ἡ πρ. [[σοφία]] [[skill]] in [[oratory]], Plat.; [[κήρυγμα]] προτρεπτικώτατον πρὸς ἀρετήν Aeschin. adv. -κῶς, [[persuasively]], Luc. [from [[προτρέπω]] | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[persuasive]]=== | |||
Azerbaijani: tutarlı, inandırıcı, qaneedici, sübutlu, əsaslı; Bulgarian: убедителен; Catalan: persuasiu; Chinese Mandarin: 有說服力的/有说服力的; Czech: přesvědčivý; Finnish: suostutteleva, vakuuttava; French: [[persuasif]], [[convaincant]]; Galician: persuasivo, persuasor; German: [[überzeugend]], [[Überredungs-]]; Greek: [[πειστικός]]; Ancient Greek: [[ἄμαχος]], [[ἀναπειστήριος]], [[ἀξιοτέκμαρτος]], [[ἀποδεικτικός]], [[ἀσφαλής]], [[δυσωπητικός]], [[εὐπειθής]], [[εὐπιθής]], [[κωτίλος]], [[παραρρητός]], [[πειθός]], [[πειστήριος]], [[πειστικός]], [[περαντικός]], [[πιθανός]], [[πιστευτικός]], [[πιστικός]], [[προσαγωγός]], [[προτρεπτικός]], [[συνακτικός]], [[συνερκτικός]], [[ὑπαγωγικός]], [[ψυχαγωγικός]]; Latin: [[suasorius]]; Polish: przekonujący, przekonywający; Portuguese: [[persuasivo]], [[persuasível]], [[convincente]], [[persuasório]]; Romanian: convingător, persuasiv; Russian: [[убедительный]]; Serbo-Croatian Roman: persuazivan, uvjerljiv; Spanish: [[persuasivo]], [[convincente]], [[persuasor]], [[persuasorio]]; Swedish: övertygande | |||
}} | }} |