deceased: Difference between revisions
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "File:woodhouse_\d+\.jpg\|thumb" to "File:p2.png|right|Woodhouse page for {{PAGENAME}} - Opens in new window") |
mNo edit summary |
||
Line 3: | Line 3: | ||
===adjective=== | ===adjective=== | ||
[[dead]]: [[ἔνεροι]], [[νεκροί]], [[οἱ ἀλαοί]], [[ἀλαοί]], [[οἱ ἀπογενόμενοι]], [[οἱ ἀπογιγνόμενοι]], [[οἱ ἄψυχοι]], [[οἱ γηγενεῖς]], [[οἱ ἐκεῖ]], [[οἱ ἔνερθε]], [[οἱ ἔνεροι]], [[οἱ ἐνέρτεροι]], [[οἱ ἐξολωλότες]], [[οἱ θανόντες]], [[οἱ καμόντες]], [[οἱ κατὰ χθονός]], [[οἱ κατθανόντες]], [[οἱ κατοιχόμενοι]], [[οἱ κάτω]], [[οἱ κεκμηκότες]], [[οἱ νεκροί]], [[οἱ νέρτεροι]], [[νέρτεροι]], [[οἱ ὀλωλότες]], [[οἱ οὐκ ὄντες]], [[οἱ τεθνηκότες]], [[οἱ ὑπένερθε]], [[οἱ φθιτοί]], [[οἱ φθίμενοι]], [[οἱ ἀποφθίμενοι]], [[οἱ δμαθέντες]], [[οἱ ἐκλιπόντες]] | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:05, 15 October 2024
English > Greek (Woodhouse)
adjective
dead: ἔνεροι, νεκροί, οἱ ἀλαοί, ἀλαοί, οἱ ἀπογενόμενοι, οἱ ἀπογιγνόμενοι, οἱ ἄψυχοι, οἱ γηγενεῖς, οἱ ἐκεῖ, οἱ ἔνερθε, οἱ ἔνεροι, οἱ ἐνέρτεροι, οἱ ἐξολωλότες, οἱ θανόντες, οἱ καμόντες, οἱ κατὰ χθονός, οἱ κατθανόντες, οἱ κατοιχόμενοι, οἱ κάτω, οἱ κεκμηκότες, οἱ νεκροί, οἱ νέρτεροι, νέρτεροι, οἱ ὀλωλότες, οἱ οὐκ ὄντες, οἱ τεθνηκότες, οἱ ὑπένερθε, οἱ φθιτοί, οἱ φθίμενοι, οἱ ἀποφθίμενοι, οἱ δμαθέντες, οἱ ἐκλιπόντες