συνευνέτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
(6_19)
m (Text replacement - " E.''Andr.''" to " E.''Andr.''")
 
(23 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synevnetis
|Transliteration C=synevnetis
|Beta Code=suneune/ths
|Beta Code=suneune/ths
|Definition=ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">bed-fellow, consort</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Med.</span>240</span>, <span class="bibl"><span class="title">Hipp.</span>416</span> (pl.), etc.; Dor. ξυνευνέτας <span class="title">Supp.Epigr.</span>7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. συνευν-έτις, ιδος, ἡ, <b class="b2">wife</b> or <b class="b2">concubine</b>, <span class="bibl">E.<span class="title">Andr.</span>908</span>, <span class="title">APl.</span>4.182.8 (Leon.).</span>
|Definition=συνευνέτου, ὁ, [[bed-fellow]], [[consort]], E.''Med.''240, ''Hipp.''416 (pl.), etc.; Dor. [[ξυνευνέτας]] ''Supp.Epigr.''7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. [[συνευνέτις]], ιδος, ἡ, [[wife]] or [[concubine]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''908, ''APl.''4.182.8 (Leon.).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui partage la couche d'un autre]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[εὐνή]].
}}
{{elnl
|elnltext=συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης &#91;[[σύν]], [[εὐνή]]] [[bedgenoot]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>[[Bettgenosse]], [[Gatte]]</i>; [[ὅτῳ]] [[μάλιστα]] χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. <i>Med</i>. 240; <i>Hel</i>. 1309, und [[öfter]].
}}
{{elru
|elrutext='''συνευνέτης:''' ου ὁ Eur. = ὁ [[σύνευνος]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α<br />[[σύζυγος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σύνευνος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[έτης]]/ -<i>έτις</i> ([[πρβλ]]. [[παρευνέτις]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνευνέτης:''' -ου, ὁ, ἡ ([[εὐνή]]), αυτός που μοιράζεται το [[κρεβάτι]] του με κάποιον, [[σύζυγος]], στον ίδ.· [[ερωτικός]] [[σύντροφος]], σε Ευρ.· θηλ. [[συνευνέτις]], <i>-ιδος</i>, [[σύζυγος]] ή ερωμένη, [[παλλακίδα]], στον ίδ.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνευνέτης''': -ου, ὁ, [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.
|lstext='''συνευνέτης''': -ου, ὁ, [[σύνευνος]], [[ὁμόλεκτρος]], [[σύζυγος]], [[σύμβιος]], Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ [[σύζυγος]], ἢ [[παλλακή]], ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-ευνέτης, ου, ὁ,<br />a bed-[[fellow]], [[husband]], [[consort]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 07:35, 19 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνευνέτης Medium diacritics: συνευνέτης Low diacritics: συνευνέτης Capitals: ΣΥΝΕΥΝΕΤΗΣ
Transliteration A: syneunétēs Transliteration B: syneunetēs Transliteration C: synevnetis Beta Code: suneune/ths

English (LSJ)

συνευνέτου, ὁ, bed-fellow, consort, E.Med.240, Hipp.416 (pl.), etc.; Dor. ξυνευνέτας Supp.Epigr.7.69 (near Antioch on Orontes, i A.D.): fem. συνευνέτις, ιδος, ἡ, wife or concubine, E.Andr.908, APl.4.182.8 (Leon.).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui partage la couche d'un autre.
Étymologie: σύν, εὐνή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνευνέτης -ου, ὁ, Att. ook ξυνευνέτης [σύν, εὐνή] bedgenoot.

German (Pape)

ὁ, Bettgenosse, Gatte; ὅτῳ μάλιστα χρήσεται ξυνευνέτῃ, Eur. Med. 240; Hel. 1309, und öfter.

Russian (Dvoretsky)

συνευνέτης: ου ὁ Eur. = ὁ σύνευνος.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. συνευνέτις, -ιδος, Α
σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύνευνος + επίθημα -έτης/ -έτις (πρβλ. παρευνέτις)].

Greek Monotonic

συνευνέτης: -ου, ὁ, ἡ (εὐνή), αυτός που μοιράζεται το κρεβάτι του με κάποιον, σύζυγος, στον ίδ.· ερωτικός σύντροφος, σε Ευρ.· θηλ. συνευνέτις, -ιδος, σύζυγος ή ερωμένη, παλλακίδα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

συνευνέτης: -ου, ὁ, σύνευνος, ὁμόλεκτρος, σύζυγος, σύμβιος, Εὐρ. Μήδ. 240, Ἱππ. 416, κτλ.· ― συνευνέτις, ιδος, ἡ, θηλ., ἡ σύζυγος, ἢ παλλακή, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 908.

Middle Liddell

συν-ευνέτης, ου, ὁ,
a bed-fellow, husband, consort, Eur.