μινύρομαι: Difference between revisions
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=minyromai | |Transliteration C=minyromai | ||
|Beta Code=minu/romai | |Beta Code=minu/romai | ||
|Definition=[ῡ], = [[μινυρίζω]], of the nightingale, [[warble]], S.''OC''671 (lyr.); [[hum a tune]], A.''Ag.''16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.''Ec.'' 880. | |Definition=[ῡ], = [[μινυρίζω]], of the nightingale, [[warble]], [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''671 (lyr.); [[hum a tune]], A.''Ag.''16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.''Ec.'' 880. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 06:46, 20 October 2024
English (LSJ)
[ῡ], = μινυρίζω, of the nightingale, warble, S.OC671 (lyr.); hum a tune, A.Ag.16; μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ar.Ec. 880.
German (Pape)
[Seite 188] = μινυρίζω; Aesch. Ag. 16; vgl. κινύρομαι; ἔνθ' ἁ λιγεῖα μινύρεται ἀηδών, Soph. O. C. 677; μέλος, Ar. Bccl. 880.
French (Bailly abrégé)
seul. prés;
c. μινυρίζω.
Russian (Dvoretsky)
μῐνύρομαι: (ῠ) Aesch., Soph., Arph. etc. = μινυρίζω.
Greek (Liddell-Scott)
μῐνύρομαι: ἀποθ., = μινυρίζω, ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, κελαδῶ ἠρέμα καὶ ἡδέως, Σοφ. Ο. Κ. 671· ὑποτονθορύζω μέλος τι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 16· μινυρομένη τι πρὸς ἐμαυτὴν μέλος Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 880. Πρβλ. κινύρομαι.
Greek Monolingual
μινύρομαι (Α)
1. τραγουδώ μουρμουριστά μια μελωδία
2. (για το αηδόνι) κελαηδώ γλυκά και ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινυρίζω.
Greek Monotonic
μῐνύρομαι: αποθ., μινυρίζω, λέγεται για αηδόνι, κελαηδώ, σε Σοφ.· ψιθυρίζω έναν σκοπό, μια μελωδία, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μῐνύρομαι,
Dep., = μινυρίζω, of the nightingale, to warble, Soph.: to hum a tune, Aesch.