μήτοι: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν") |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mitoi | |Transliteration C=mitoi | ||
|Beta Code=mh/toi | |Beta Code=mh/toi | ||
|Definition=or μή τοι, stronger form of [[μή]], with imper. and subj., < | |Definition=or [[μή τοι]], stronger form of [[μή]], with imper. and subj.,<br><span class="bld">A</span> μή τοι δοκεῖτε [[Aeschylus|A.]]''[[Prometheus Vinctus|Pr.]]''436, cf. [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1407, 1439, ''Ant.''544, etc.; in an oath, c. inf., A.''Eu.''765: in Pl.followed by γε, [[at least not]], [[R]].352c, 388b.<br><span class="bld">2</span> after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι… αἰσχύνειν φίλους S.''El.''518. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή [[τοί]] με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει [[μήτοι]] καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀ[[δικεῖν]], Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0179.png Seite 179]] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή [[τοί]] με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει [[μήτοι]] καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀ[[δικεῖν]], Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[μή]] <i>in fine</i>. | |btext=v. [[μή]] <i>in fine</i>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μήτοι:''' = μή τοι (см. μή). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μήτοι''': ἢ μή τοι, [[τύπος]] ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μήτοι:''' ή [[μήτοι]], επιτετ. [[τύπος]] του <i>μή</i>, με προστ. και υποτ.,<br /><b class="num">1.</b> μή [[τοι]] δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από ρήματα που υποδηλώνουν [[άρνηση]], σε Σοφ. | |lsmtext='''μήτοι:''' ή [[μήτοι]], επιτετ. [[τύπος]] του <i>μή</i>, με προστ. και υποτ.,<br /><b class="num">1.</b> μή [[τοι]] δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[μετά]] από ρήματα που υποδηλώνουν [[άρνηση]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt= | |mdlsjtxt=<b class="num">1.</b> μή-τοι or μή, τοι, stronger [[form]] of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an [[oath]], with inf., Aesch.<br /><b class="num">2.</b> [[after]] Verbs implying [[negation]], Soph. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:47, 20 October 2024
English (LSJ)
or μή τοι, stronger form of μή, with imper. and subj.,
A μή τοι δοκεῖτε A.Pr.436, cf. S.OC1407, 1439, Ant.544, etc.; in an oath, c. inf., A.Eu.765: in Pl.followed by γε, at least not, R.352c, 388b.
2 after Verbs implying negation, ὅς σ' ἐπεῖχ' ὰεὶ μή τοι… αἰσχύνειν φίλους S.El.518.
German (Pape)
[Seite 179] nicht doch, mit nichten, keinesweges, Hesiod. u. Folgende; nach ὁρκωμοτήσας, Aesch. Eum. 735; μή τοί με πρὸς θεῶν ἀτιμάσητε, Soph. O. C. 1409, wie Ant. 540; ἣ αὐτοὺς ἐποίει μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν, Plat. Rep. I, 352 c, vgl. III, 388 b Phil. 67 a; Sp.
French (Bailly abrégé)
v. μή in fine.
Russian (Dvoretsky)
μήτοι: = μή τοι (см. μή).
Greek (Liddell-Scott)
μήτοι: ἢ μή τοι, τύπος ἰσχυρότερος τοῦ μή, μετὰ προστ. καὶ ὑποτακτ., μή τοι δοκεῖτε Αἰσχύλ. Πρ. 436, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 1407, 1438, Ἀντ. 544, κτλ.· ἐπὶ ὅρκου, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Εὐμ. 765· παρὰ Πλάτ., ἑπομένου γε, Πολ. 352C, 382Β. 2) κατόπιν ῥημάτων δηλούντων ἄρνησιν, Σοφ. Ἠλ. 518.
Greek Monolingual
μήτοι και μή τοι (Α)
1. ισχυρότερος τύπος του μη
2. φρ. μήτοι γε
τουλάχιστον όχι («μήτοι καὶ ἀλλήλους γε καὶ ἐφ' οὓς ᾔεσαν ἅμα ἀδικεῖν», Πλάτ.).
Greek Monotonic
μήτοι: ή μήτοι, επιτετ. τύπος του μή, με προστ. και υποτ.,
1. μή τοι δοκεῖτε, σε Αισχύλ. κ.λπ.· σε όρκο, με απαρ., στον ίδ.
2. μετά από ρήματα που υποδηλώνουν άρνηση, σε Σοφ.
Middle Liddell
1. μή-τοι or μή, τοι, stronger form of μή, with Imperat.and Subj., μή τοι δοκεῖτε Aesch., etc.: in an oath, with inf., Aesch.
2. after Verbs implying negation, Soph.