3,274,216
edits
(6) |
|||
(14 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=fylakteos | |Transliteration C=fylakteos | ||
|Beta Code=fulakte/os | |Beta Code=fulakte/os | ||
|Definition=α, ον, < | |Definition=α, ον,<br><span class="bld">A</span> to [[be observed]], πρόνοια τοῦ θεοῦ [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1180; (from Med.) to [[be guarded against]], [[Euripides|E.]]''[[Andromache|Andr.]]''63.<br><span class="bld">II</span> [[φυλακτέον]], [[one must observe]], [[obey]], ἀνάγκην Id.''IT''620; [[one must preserve]], τὰ πρεσβεῖα Aristid.1.99J.<br><span class="bld">2</span> (from Med.) [[one must guard against]], τι A.''Th.''499; ἡδονήν [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1109b7; <b class="b3">φ. μή</b>.. [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 416a; <b class="b3">ὅπως μή</b>.. X.''Oec.''7.36, cf. Isoc.6.94: c. inf., τοῦτο πράττειν Porph.''Abst.'' 2.31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[φυλάσσω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''φῠλακτέος:''' adj. verb. к [[φυλάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φυλακτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ [[ἐναντίον]] τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· [[ὅπως]] μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C. | |lstext='''φυλακτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ φυλάσσειν, μή σοι πρόνοι’ ᾖ τοῦ θεοῦ φυλακτέα Σοφ. Οἰδ. ἐπὶ Κολ. 1180· ἅ σοι φυλακτέα Εὐρ. Ἀνδρ. 63. ΙΙ. φυλακτέον, δεῖ φυλάττειν, ἀνάγκην ὁ αὐτ. ἐν Ἰφ. ἐν Αὐλ. 620. 2) (ἐκ τοῦ μέσ.), πρέπει τις νὰ προφυλαχθῇ ἀπό τινος ἢ [[ἐναντίον]] τινός, τι Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 499, Πλάτ., κλπ.· φ. μή... ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416 Α· [[ὅπως]] μή... Ξεν. Οἰκ. 7, 36, πρβλ. Ἰσοκρ. 135C. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ. | |lsmtext='''φυλακτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[φυλάσσω]]·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να φυλάσσεται ή να διατηρείται, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II. 1.</b> <i>φυλακτέον</i>, αυτό που πρέπει να προσέχει [[κανείς]] ή να υπακούει, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> (από Μέσ.), αυτός που πρέπει να προφυλαχθεί [[εναντίον]] κάποιου, <i>τι</i>, σε Αισχύλ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[φυλακτέος]], η, ον, verb. adj. of [[φυλάσσω]]<br /><b class="num">I.</b> to be watched or kept, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> φυλακτέον one must [[observe]], [[obey]], Eur.<br /><b class="num">2.</b> (from Mid.) one must [[guard]] [[against]], τι Aesch., Plat. | |||
}} | }} |