τιθηνέω: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
mNo edit summary |
|||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tithineo | |Transliteration C=tithineo | ||
|Beta Code=tiqhne/w | |Beta Code=tiqhne/w | ||
|Definition= | |Definition=<span class="bld">A</span> [[take care of]], [[tend]], [[nurse]], [[LXX]] ''Si.''30.9, ''BGU'' 859.4 (ii A.D.), Orph.''H.''63.15:—Pass., Hp.''Art.''60.<br><span class="bld">II</span> elsewhere in Med. (aor. ἐτιθήνατο, as if fr. [[τιθαίνομαι]], Luc.''Trag.''94), [[nurse]], [[suckle]], Thgn.1231, Men.''Sam.''32; [[tend as nurse]], παῖδα νεογνόν ''h.Cer.'' 142, cf. [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.5.19.<br><span class="bld">2</span> [[tend]], [[foster]], οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''1050 (lyr.), cf. Simon.148,172. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τῐθηνέω''': περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ [[γαῖα]] θεὰ [[μήτηρ]] καὶ [[πόντιος]] [[εἰνάλιος]] [[Ζεὺς]] Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], [[θηλάζω]], παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς [[τροφός]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, [[διατρέφω]], οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, [[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. [[τιθαίνομαι]], ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94. | |lstext='''τῐθηνέω''': περιποιοῦμαι, [[περιθάλπω]], [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ [[γαῖα]] θεὰ [[μήτηρ]] καὶ [[πόντιος]] [[εἰνάλιος]] [[Ζεύς|Ζεὺς]] Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), [[τρέφω]] ὡς [[τροφός]], [[θηλάζω]], παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς [[τροφός]], Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, [[διατρέφω]], οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, [[ὥσπερ]] ἐξ ἐνεστ. [[τιθαίνομαι]], ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=[[τιθηνῶ]] :<br />allaiter ; nourrir, prendre soin de;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[τιθηνέομαι]], [[τιθηνοῦμαι]];<br /><b>1</b> [[allaiter]] ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.<br />'''Étymologie:''' [[τιθήνη]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:49, 20 October 2024
English (LSJ)
A take care of, tend, nurse, LXX Si.30.9, BGU 859.4 (ii A.D.), Orph.H.63.15:—Pass., Hp.Art.60.
II elsewhere in Med. (aor. ἐτιθήνατο, as if fr. τιθαίνομαι, Luc.Trag.94), nurse, suckle, Thgn.1231, Men.Sam.32; tend as nurse, παῖδα νεογνόν h.Cer. 142, cf. X.Cyr.8.5.19.
2 tend, foster, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν S.OC1050 (lyr.), cf. Simon.148,172.
German (Pape)
[Seite 1113] warten, pflegen, eigtl. von der Amme od. Wärterinn, gew. im med., τιθηνοίμην H. h. Cer. 142; ἡ τιθηνουμένη, Amme, Luc. Zeux. 4; Plut. Pyrrh. 2; – übh. wie θεραπεύω, bedienen, warten, hegen, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν, Soph. O. C. 1054; sp. D.; vgl. Schäf. melet. p. 82; Xen. Cyr. 8, 5, 19 ἠν σὺ πολλάκις παῖς ὥν ἐτιθηνήσω, schmeicheln.
Greek (Liddell-Scott)
τῐθηνέω: περιποιοῦμαι, περιθάλπω, τρέφω ὡς τροφός, «τιθηνεῖ· τρέφει» (Ἡσύχ.), ζῴων πάντων, ὁπόσα ἐν κόλποισι τιθηνεῖ γαῖα θεὰ μήτηρ καὶ πόντιος εἰνάλιος Ζεὺς Ὀρφ. Ὕμν. 62. 15. - Παθ., Ἱππ. περὶ Ἄρθρ. 826. ΙΙ. ἀλλαχοῦ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ἴδε Schäf. Mel. σελ. 82), τρέφω ὡς τροφός, θηλάζω, παῖδα νεογνὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 142, πρβλ. Θέογν. 1231, Σιμωνίδ. 150, 173· περιποιοῦμαι ὡς τροφός, Ξεν. Κύρ. 8. 5, 19. 2) διατηρῶ, διατρέφω, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τέλη θνατοῖσιν Σοφ. Ο. Κ. 1050· - ὁ ἀόρ. ἐτιθήνατο, ὥσπερ ἐξ ἐνεστ. τιθαίνομαι, ἀπαντᾷ ἐν Λουκιανοῦ Τραγῳδοποδάγρᾳ 94.
French (Bailly abrégé)
τιθηνῶ :
allaiter ; nourrir, prendre soin de;
Moy. τιθηνέομαι, τιθηνοῦμαι;
1 allaiter ; ἡ τιθηνουμένη LUC la nourrice;
2 p. ext. nourrir, élever ; entourer de soins, soigner, cultiver.
Étymologie: τιθήνη.