πλύσιμο: Difference between revisions
μάλα δ' ὦκα θύρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων → very soon I was out, away from them | very soon was out of the water, and away from them
mNo edit summary |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[πλύσιμον]], ΝΜΑ<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «βγαίνει στο [[πλύσιμο]]» i) ξεβάφει [[κατά]] την [[πλύση]]<br />ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι [[κάτι]] απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] του σπιτιού όπου γίνεται η [[πλύση]], το [[πλυσταρειό]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[πλύσιμα]]<br /><i>η</i> [[αμοιβή]] του πλύντη ή της πλύντριας για το [[πλύσιμο]] ρούχων, τα πλυστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλύσις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[δέσιμο]])]. | |mltxt=το / [[πλύσιμον]], ΝΜΑ<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[πλύνω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «βγαίνει στο [[πλύσιμο]]» i) ξεβάφει [[κατά]] την [[πλύση]]<br />ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι [[κάτι]] απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μέρος]] του σπιτιού όπου γίνεται η [[πλύση]], το [[πλυσταρειό]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[πλύσιμα]]<br /><i>η</i> [[αμοιβή]] του πλύντη ή της πλύντριας για το [[πλύσιμο]] ρούχων, τα πλυστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλύσις]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[δέσιμο]])]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[ablution]]=== | |||
Arabic: وُضُوء, غُسْل, اِغْتِسَال; Bashkir: йыуыныу, тәһәрәт; Bulgarian: промивка; Chinese Mandarin: [[沐浴]]; Dutch: [[rituele wassing]], [[ablutie]]; Finnish: peseytyminen; French: [[ablution]]; Georgian: ბანა, დაბანა; German: [[Waschung]], [[Abwaschung]], [[Ablution]]; Greek: [[πλύσιμο]], [[νίψιμο]]; Ancient Greek: [[ἀπόλουσις]], [[ἀπορύπωσις]], [[βαπτισμός]], [[διάνιψις]], [[ἔκπλυσις]], [[περίκλυσμα]], [[περικλυσμός]], [[περίχυμα]], [[προσάντλημα]]; Ido: abluciono; Irish: ionladh; Italian: [[abluzione]]; Japanese: 沐浴; Kurdish Northern Kurdish: destnimêj, destnivêj; Latin: [[ablutio]]; Malay: wuduk; Norwegian Bokmål: vasking, rengjøring; Polish: ablucja; Portuguese: [[ablução]]; Romanian: spălare, abluțiune; Russian: [[омовение]], [[промывание]], [[промывка]]; Spanish: [[ablución]]; Swedish: tvagning; Tagalog: ablusyon; Tibetan: ཁྲུས, ཁྲུས་གསོལ; Turkish: abdest, gusül, iğtisal | |||
}} | }} |
Latest revision as of 18:59, 23 October 2024
Greek Monolingual
το / πλύσιμον, ΝΜΑ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του πλύνω
νεοελλ.
φρ. «βγαίνει στο πλύσιμο» i) ξεβάφει κατά την πλύση
ii) λέγεται ειρωνικά για να δηλώσει ότι κάτι απρεπές που συνέβη θα λησμονηθεί
αρχ.
1. μέρος του σπιτιού όπου γίνεται η πλύση, το πλυσταρειό
2. στον πληθ. τὰ πλύσιμα
η αμοιβή του πλύντη ή της πλύντριας για το πλύσιμο ρούχων, τα πλυστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλύσις + κατάλ. -ιμο (πρβλ. δέσιμο)].
Translations
ablution
Arabic: وُضُوء, غُسْل, اِغْتِسَال; Bashkir: йыуыныу, тәһәрәт; Bulgarian: промивка; Chinese Mandarin: 沐浴; Dutch: rituele wassing, ablutie; Finnish: peseytyminen; French: ablution; Georgian: ბანა, დაბანა; German: Waschung, Abwaschung, Ablution; Greek: πλύσιμο, νίψιμο; Ancient Greek: ἀπόλουσις, ἀπορύπωσις, βαπτισμός, διάνιψις, ἔκπλυσις, περίκλυσμα, περικλυσμός, περίχυμα, προσάντλημα; Ido: abluciono; Irish: ionladh; Italian: abluzione; Japanese: 沐浴; Kurdish Northern Kurdish: destnimêj, destnivêj; Latin: ablutio; Malay: wuduk; Norwegian Bokmål: vasking, rengjøring; Polish: ablucja; Portuguese: ablução; Romanian: spălare, abluțiune; Russian: омовение, промывание, промывка; Spanish: ablución; Swedish: tvagning; Tagalog: ablusyon; Tibetan: ཁྲུས, ཁྲུས་གསོལ; Turkish: abdest, gusül, iğtisal