κάθαρση: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: κάθαρσις; Japanese: 浄化; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی‎, تخلیص‎, پالایش‎, پازش‎; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purifi...)
 
Line 4: Line 4:
{{trml
{{trml
|trtx====[[purification]]===
|trtx====[[purification]]===
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: [[purification]]; Galician: purificación; German: [[Reinigung]]; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[εξαγνισμός]], [[κάθαρση]], [[καθαρμός]]; Ancient Greek: [[κάθαρσις]]; Japanese: 浄化; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی‎, تخلیص‎, پالایش‎, پازش‎; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purificação]]; Romanian: purificare, curățire; Russian: [[очистка]], [[очищение]]; Spanish: [[fundición]], [[purificación]], [[limpia]]; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas
Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: [[使純淨]], [[使纯净]], [[使潔淨]], [[使洁净]], [[純化]], [[纯化]]; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: [[purification]]; Galician: purificación; German: [[Reinigung]]; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: [[εξαγνισμός]], [[κάθαρση]], [[καθαρμός]]; Ancient Greek: [[ἁγισμός]], [[ἁγιστία]], [[ἁγνεία]], [[ἅγνισμα]], [[ἁγνισμός]], [[ἀνακάθαρσις]], [[ἀποδιϋλισμός]], [[ἀποκάθαρσις]], [[ἀπόπλυνσις]], [[ἀπόρρυψις]], [[ἀφαγνισμός]], [[ἀφοσίωμα]], [[ἀφοσίωσις]], [[διύλισις]], [[διυλισμός]], [[ἐκκάθαρσις]], [[ἔκνιψις]], [[ἐξάγισις]], [[ἐξάλειψις]], [[ἐπικάθαρσις]], [[καθαρισμός]], [[κάθαρμα]], [[καθαρμός]], [[κάθαρσις]], [[κόθαρσις]], [[ὁσίωσις]], [[περικάθαρμα]], [[περικαθαρμός]], [[περικάθαρσις]], [[ῥύψις]]; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: [[purificazione]]; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: [[purificação]]; Romanian: purificare, curățire; Russian: [[очистка]], [[очищение]], [[пурификация]]; Spanish: [[fundición]], [[purificación]], [[limpia]]; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas
}}
}}

Latest revision as of 19:41, 23 October 2024

Greek Monolingual

η (AM κάθαρσις, Α και κόθαρσις) καθαίρω
1. καθαρμός από ενοχή ή μίασμα, ηθικός εξαγνισμός, τρόπος εξιλασμού από κάτι («ἔστι δὲ παραπλησίη ἡ κάθαρσις τοῖσι Λυδοῖσι καὶ τοῖσι Ἕλλησι», Ηρόδ.)
2. (στη δραματική τέχνη) η διέγερση αισθήματος οίκτου και ελέους στους θεατές με τα παθήματα του ήρωα τα οποία εξιστορούνται στην τραγωδία («δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν», Αριστοτ.)
3. η αποβολή βλαβερών χυμών και περιττών ουσιών από τον οργανισμό, φυσική ή με φάρμακα, σωματική κένωση
νεοελλ.
1. ο καθαρισμός ενός πράγματος από ξένες και περιττές ουσίες
2. η εκκαθάριση («η κάθαρση της κρατικής μηχανής από τους νοσταλγούς της ανωμαλίας»)
αρχ.
1. (στον Πλάτ.) λύτρωση, χωρισμός της ψυχής από το σώμα («κὰθαρσις δὲ... τὸ χωρίζειν ὅτι μάλιστα ἀπὸ τοῦ σώματος τὴν ψυχήν», Πλάτ.)
2. το κλάδεμα τών δέντρων
3. ο καθαρισμός, το κοσκίνισμα του σίτου
4. ο καθαρισμός της γης
4. αποσαφήνιση, διευκρίνηση.

Translations

purification

Bulgarian: пречистване; Catalan: purificació; Chinese Mandarin: 使純淨, 使纯净, 使潔淨, 使洁净, 純化, 纯化; Finnish: puhdistaminen, puhdistuminen, puhdistautuminen; French: purification; Galician: purificación; German: Reinigung; Gothic: 𐌷𐍂𐌰𐌹𐌽𐌴𐌹𐌽𐍃; Greek: εξαγνισμός, κάθαρση, καθαρμός; Ancient Greek: ἁγισμός, ἁγιστία, ἁγνεία, ἅγνισμα, ἁγνισμός, ἀνακάθαρσις, ἀποδιϋλισμός, ἀποκάθαρσις, ἀπόπλυνσις, ἀπόρρυψις, ἀφαγνισμός, ἀφοσίωμα, ἀφοσίωσις, διύλισις, διυλισμός, ἐκκάθαρσις, ἔκνιψις, ἐξάγισις, ἐξάλειψις, ἐπικάθαρσις, καθαρισμός, κάθαρμα, καθαρμός, κάθαρσις, κόθαρσις, ὁσίωσις, περικάθαρμα, περικαθαρμός, περικάθαρσις, ῥύψις; Indonesian: pemurnian, purifikasi; Italian: purificazione; Japanese: 浄化; Malay: penulenan; Maori: whakaparakoretanga, purenga, whakahoromatatanga; Persian: خالص سازی, تخلیص, پالایش, پازش; Polish: oczyszczenie; Portuguese: purificação; Romanian: purificare, curățire; Russian: очистка, очищение, пурификация; Spanish: fundición, purificación, limpia; Swedish: rening; Tagalog: pagtagnas