καρδιόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kardiodiktos
|Transliteration C=kardiodiktos
|Beta Code=kardio/dhktos
|Beta Code=kardio/dhktos
|Definition=καρδιόδηκτον, [[gnawing the heart]], <b class="b3">κ. ἐκ γυναικῶν κράτος</b> (prob. for <b class="b3">καρδίᾳ δηκτόν</b>) A.''Ag.''1471 (lyr.).
|Definition=καρδιόδηκτον, [[gnawing the heart]], <b class="b3">κ. ἐκ γυναικῶν κράτος</b> (prob. for <b class="b3">καρδίᾳ δηκτόν</b>) [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1471 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 21:53, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐόδηκτος Medium diacritics: καρδιόδηκτος Low diacritics: καρδιόδηκτος Capitals: ΚΑΡΔΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kardiódēktos Transliteration B: kardiodēktos Transliteration C: kardiodiktos Beta Code: kardio/dhktos

English (LSJ)

καρδιόδηκτον, gnawing the heart, κ. ἐκ γυναικῶν κράτος (prob. for καρδίᾳ δηκτόν) A.Ag.1471 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1326] herznagend, -kränkend, Aesch. Ag. 1450, nach Abresch Em.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mord ou ronge le cœur.
Étymologie: καρδία, δάκνω.

Greek Monolingual

καρδιόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιάκράτος καρδιόδηκτον» — δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριόδηκτος, κυνόδηκτος].

Greek Monotonic

καρδιόδηκτος: -ον (δάκνω), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καρδιόδηκτος: гложущий сердце, удручающий (κράτος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιόδηκτος -ον [καρδία, δάκνω] hartverscheurend.

Middle Liddell

καρδιό-δηκτος, ον δάκνω
gnawing the heart, Aesch.