καρδιόδηκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισις → Silentiumque sapienti est responsio → Denn Schweigen ist für Weise deutlicher Bescheid

Menander, Monostichoi, 222
(5)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kardiodiktos
|Transliteration C=kardiodiktos
|Beta Code=kardio/dhktos
|Beta Code=kardio/dhktos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">gnawing the heart</b>, <b class="b3">κ. ἐκ γυναικῶν κράτος</b> (prob. for <b class="b3">καρδίᾳ δηκτόν</b>) <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1471</span> (lyr.).</span>
|Definition=καρδιόδηκτον, [[gnawing the heart]], <b class="b3">κ. ἐκ γυναικῶν κράτος</b> (prob. for <b class="b3">καρδίᾳ δηκτόν</b>) [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1471 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηριό</i>-<i>δηκτος</i>, <i>κυνό</i>-<i>δηκτος</i>].
|mltxt=[[καρδιόδηκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί [[λύπη]], [[στενοχώρια]] στην [[καρδιά]] («[[κράτος]] καρδιόδηκτον» — [[δύναμη]] που πληγώνει την [[καρδιά]], <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καρδι</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>δηκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δάκνω]] «[[δαγκώνω]]»), [[πρβλ]]. [[θηριόδηκτος]], [[κυνόδηκτος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καρδιόδηκτος:''' -ον ([[δάκνω]]), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''καρδιόδηκτος:''' -ον ([[δάκνω]]), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την [[καρδιά]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''καρδιόδηκτος:''' [[гложущий сердце]], [[удручающий]] ([[κράτος]] Aesch.).
}}
{{elnl
|elnltext=καρδιόδηκτος -ον &#91;[[καρδία]], [[δάκνω]]] [[hartverscheurend]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=καρδιό-δηκτος, ον [[δάκνω]]<br />[[gnawing]] the [[heart]], Aesch.
}}
}}

Latest revision as of 21:53, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρδῐόδηκτος Medium diacritics: καρδιόδηκτος Low diacritics: καρδιόδηκτος Capitals: ΚΑΡΔΙΟΔΗΚΤΟΣ
Transliteration A: kardiódēktos Transliteration B: kardiodēktos Transliteration C: kardiodiktos Beta Code: kardio/dhktos

English (LSJ)

καρδιόδηκτον, gnawing the heart, κ. ἐκ γυναικῶν κράτος (prob. for καρδίᾳ δηκτόν) A.Ag.1471 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1326] herznagend, -kränkend, Aesch. Ag. 1450, nach Abresch Em.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mord ou ronge le cœur.
Étymologie: καρδία, δάκνω.

Greek Monolingual

καρδιόδηκτος, -ον (Α)
αυτός που δαγκώνει, δηλ. που προκαλεί λύπη, στενοχώρια στην καρδιάκράτος καρδιόδηκτον» — δύναμη που πληγώνει την καρδιά, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρδι(ο)- + -δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»), πρβλ. θηριόδηκτος, κυνόδηκτος].

Greek Monotonic

καρδιόδηκτος: -ον (δάκνω), αυτός που κατατρώει, βασανίζει την καρδιά, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καρδιόδηκτος: гложущий сердце, удручающий (κράτος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρδιόδηκτος -ον [καρδία, δάκνω] hartverscheurend.

Middle Liddell

καρδιό-δηκτος, ον δάκνω
gnawing the heart, Aesch.