σταγών: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(38)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
(26 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stagon
|Transliteration C=stagon
|Beta Code=stagw/n
|Beta Code=stagw/n
|Definition=όνος, ἡ, (στάζω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">drop</b>, <b class="b3">κροκοβαφὴς σ</b>., of blood, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1122</span> (lyr.), cf. <span class="bibl"><span class="title">Ch.</span>400</span> (anap.); φόνου <span class="bibl">S.<span class="title">OT</span>1278</span>, cf. <span class="bibl">E.<span class="title">Ba.</span>767</span>; <b class="b3">ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών</b>, of water, <span class="bibl">Id.<span class="title">Supp.</span>81</span> (lyr.); σ. ἀποπίπτουσιν <span class="bibl">Hp.<span class="title">Flat.</span>8</span>; <b class="b3">δίψιοι σ</b>., of tears, <span class="bibl">A.<span class="title">Ch.</span>186</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Ag.</span>888</span>; <b class="b3">οἴνου χλωραὶ σ</b>. <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>67</span> (lyr.); <b class="b3">Λεσβία σ</b>., of wine, <span class="bibl">Ephipp.29</span>; τῆς . . ἀπὸ Λέσβου . . σταγόνος <span class="bibl">Antiph.174.5</span>; σ. σπονδῖτις <span class="title">AP</span>6.190 (Gaet.); <b class="b3">σ. μαζῶν</b>, of milk, ib.<span class="bibl">7.552</span> (Agath.); σ. πίσσης <span class="bibl">Str.16.2.44</span>; <b class="b3">σ. τοῦ κόσμου</b>, the sea, <span class="bibl">M.Ant.6.36</span>; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι <b class="b2">with dew-drops</b>, IG 14.1942; <b class="b3">σταγόσι κατέστικται</b> is covered <b class="b2">with spots, bespeckled</b>, <span class="bibl">Ael. <span class="title">NA</span>12.24</span>; <b class="b3">κατὰ σταγόνα</b> <b class="b2">drop by drop</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.90</span> (irreg. nom. pl. <b class="b3">στάγες</b> as if from <b class="b3">στάξ</b>, <span class="bibl">A.R.4.626</span>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">a metal</b>,= <b class="b3">ὀρείχαλκος</b> or <b class="b3">ἄσπρον χάλκωμα</b>, <span class="bibl">Ti.Locr.99c</span>, v. Sch. (<span class="bibl">p.22</span> ed. Gelder).</span>
|Definition=-όνος, ἡ, ([[στάζω]])<br><span class="bld">A</span> [[drop]], [[κροκοβαφὴς]] σταγών, of [[blood]], [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''1122 (lyr.), cf. ''Ch.''400 (anap.); φόνου [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Tyrannus|OT]]''1278, cf. E.''Ba.''767; <b class="b3">ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών</b>, of water, Id.''Supp.''81 (lyr.); σταγόνες ἀποπίπτουσιν Hp.''Flat.''8; <b class="b3">δίψιοι σταγόνες</b>, of [[tear]]s, A.''Ch.''186, cf. ''Ag.''888; <b class="b3">οἴνου χλωραὶ σταγόνες</b> E.''Cyc.''67 (lyr.); <b class="b3">Λεσβία σταγών</b>, of [[wine]], Ephipp.29; τῆς.. ἀπὸ Λέσβου.. σταγόνος Antiph.174.5; σταγὼν [[σπονδῖτις]] ''AP''6.190 (Gaet.); <b class="b3">σταγὼν μαζῶν</b>, of [[milk]], ib.7.552 (Agath.); σ. πίσσης Str.16.2.44; [[σταγὼν τοῦ κόσμου]], the [[sea]], M.Ant.6.36; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι with [[dewdrop]]s, IG 14.1942; <b class="b3">σταγόσι κατέστικται</b> is [[cover]]ed [[with]] [[spot]]s, [[bespeckled]], Ael. ''NA''12.24; [[κατὰ σταγόνα]] = [[drop by drop]], S.E.''M.''7.90 (irreg. nom. pl. [[στάγες]] as if from [[στάξ]], A.R.4.626).<br><span class="bld">II</span> a [[metal]] = [[ὀρείχαλκος]] or [[ἄσπρον]] [[χάλκωμα]], Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι [[σταγών]], Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; [[σπονδῖτις]], Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. [[στάγες]]. – Bei Tim. Locr. 99 c neben [[μόλυβδος]], ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν [[σιδήριον]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι [[σταγών]], Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; [[σπονδῖτις]], Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. [[στάγες]]. – Bei Tim. Locr. 99 c neben [[μόλυβδος]], ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν [[σιδήριον]].
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]], cf. [[στάγες]] de *στάξ.
}}
{{elnl
|elnltext=σταγών -όνος, ἡ [στάζω] druppel:. κροκοβαφὴς σ. saffraangekleurde druppel (van bloed, geel door angst) Aeschl. Ag. 1122; ἐξ ἁλιβλήτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σ. water dat druppelt uit een door de zee geslagen rots Eur. Suppl. 81.
}}
{{elru
|elrutext='''στᾰγών:''' όνος ἡ<br /><b class="num">1</b> [[капля]]: μεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. осаждаться в виде капель; φόνου σταγόνες Aesch. капли крови;<br /><b class="num">2</b> перен. [[струя]], [[влага]]: μαζῶν σ. Anth. влага сосцов, т. е. молоко;<br /><b class="num">3</b> [[стагон]] (род металла) Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σταγών''': -όνος, ἡ, ([[στάζω]]) «[[στάλα]]», «σταλαγματιά», [[κροκοβαφὴς]] στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα [[σταγών]], ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ [[οἶνος]] ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ [[σπονδῖτις]] στ. = [[σπονδή]], Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ [[γάλα]], [[αὐτόθι]] 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ [[θάλασσα]], Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, [[εἶναι]] [[κατάστικτος]] μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. [[στάγες]] [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[στάξ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =[[ὀρείχαλκος]], Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.
|lstext='''σταγών''': -όνος, ἡ, ([[στάζω]]) «[[στάλα]]», «σταλαγματιά», [[κροκοβαφὴς]] στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα [[σταγών]], ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ [[οἶνος]] ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ [[σπονδῖτις]] στ. = [[σπονδή]], Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ [[γάλα]], [[αὐτόθι]] 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ [[θάλασσα]], Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, [[εἶναι]] [[κατάστικτος]] μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. [[στάγες]] [[ὥσπερ]] ἐξ ὀνομ. [[στάξ]], Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =[[ὀρείχαλκος]], Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.
}}
{{bailly
|btext=όνος (ἡ) :<br />goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[στάζω]], cf. [[στάγες]] de *στάξ.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σταγόνα]].
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[σταγόνα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σταγών:''' -όνος, ἡ ([[στάζω]]), [[σταγόνα]], [[ρανίδα]], [[στάλα]], σε Τραγ.
}}
{{etym
|etymtx=See also: s. [[στάζω]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταγών]], όνος, ἡ, [[στάζω]]<br />a [[drop]], Trag.
}}
{{FriskDe
|ftr='''σταγών''': {stagṓn}<br />'''See also''': s. [[στάζω]].<br />'''Page''' 2,773
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[drop]], [[trickle]], [[gout of blood]], [[what is distilled]]
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-όνος ἡ (=[[σταλαγματιά]]). Ἀπό τό [[στάζω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
}}
}}

Latest revision as of 22:03, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στᾰγών Medium diacritics: σταγών Low diacritics: σταγών Capitals: ΣΤΑΓΩΝ
Transliteration A: stagṓn Transliteration B: stagōn Transliteration C: stagon Beta Code: stagw/n

English (LSJ)

-όνος, ἡ, (στάζω)
A drop, κροκοβαφὴς σταγών, of blood, A.Ag.1122 (lyr.), cf. Ch.400 (anap.); φόνου S.OT1278, cf. E.Ba.767; ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, of water, Id.Supp.81 (lyr.); σταγόνες ἀποπίπτουσιν Hp.Flat.8; δίψιοι σταγόνες, of tears, A.Ch.186, cf. Ag.888; οἴνου χλωραὶ σταγόνες E.Cyc.67 (lyr.); Λεσβία σταγών, of wine, Ephipp.29; τῆς.. ἀπὸ Λέσβου.. σταγόνος Antiph.174.5; σταγὼν σπονδῖτις AP6.190 (Gaet.); σταγὼν μαζῶν, of milk, ib.7.552 (Agath.); σ. πίσσης Str.16.2.44; σταγὼν τοῦ κόσμου, the sea, M.Ant.6.36; ψυχραῖσιν σταγόνεσσι with dewdrops, IG 14.1942; σταγόσι κατέστικται is covered with spots, bespeckled, Ael. NA12.24; κατὰ σταγόνα = drop by drop, S.E.M.7.90 (irreg. nom. pl. στάγες as if from στάξ, A.R.4.626).
II a metal = ὀρείχαλκος or ἄσπρον χάλκωμα, Ti.Locr.99c, v. Sch. (p.22 ed. Gelder).

German (Pape)

[Seite 926] όνος, ἡ, der Tropfen; πηγαὶ κατεσβήκασιν, οὐδ' ἔνι σταγών, Aesch. Ag. 862; u. von den Thränen, ἐξ ὀμμάτων δὲ δίψιοι πίπτουσί μοι σταγόνες, Ch. 184, vgl. 394; φόνου μυδώσας σταγόνας, Soph. O. R. 1278, oft bei Eur., οἴνου χλωραὶ σταγόνες Cycl. 67, u. Folgde; κυάνεαι, Flecken, Ael. H. A. 12, 24; σπονδῖτις, Gaetul. 3 (VI, 190), – An. Rh. 4, 626 hat auch einen unregelmäßigen plur. στάγες. – Bei Tim. Locr. 99 c neben μόλυβδος, ein leichtflüssiges Metall, vielleicht Zinn; Hesych. erkl. τὸ καθαρὸν σιδήριον.

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
goutte qui découle, liquide tombant goutte à goutte (eau, vin, sang, etc.).
Étymologie: στάζω, cf. στάγες de *στάξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταγών -όνος, ἡ [στάζω] druppel:. κροκοβαφὴς σ. saffraangekleurde druppel (van bloed, geel door angst) Aeschl. Ag. 1122; ἐξ ἁλιβλήτου πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σ. water dat druppelt uit een door de zee geslagen rots Eur. Suppl. 81.

Russian (Dvoretsky)

στᾰγών: όνος ἡ
1 капля: μεταβάλλεσθαι εἰς σταγόνας Arst. осаждаться в виде капель; φόνου σταγόνες Aesch. капли крови;
2 перен. струя, влага: μαζῶν σ. Anth. влага сосцов, т. е. молоко;
3 стагон (род металла) Plat.

Greek (Liddell-Scott)

σταγών: -όνος, ἡ, (στάζω) «στάλα», «σταλαγματιά», κροκοβαφὴς στ., ἐπὶ αἵματος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1122, πρβλ. Χο. 400˙ φόνον Σοφ. Ο. Τ. 1278, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 767˙ ὡς ἐκ πέτρας ὑγρὰ ῥέουσα σταγών, ἐπὶ ὕδατος, ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 81˙ δίψιοι στ., ἐπὶ δακρύων, Αἰσχύλ. Χο. 186, πρβλ. Ἀγ. 888˙ σταγόνες οἴνου Εὐρ. Κύκλ. 67˙ Λεσβία στ., ὁ οἶνος ὁ Λέσβιος, Ἔφιππ. ἐν Ἀδήλ. 1˙ τῆς ... ἀπὸ Λέσβου ... σταγόνος Ἀντιφάν. ἐν «Ὁμ.» 1˙ σπονδῖτις στ. = σπονδή, Ἀνθ. Π. 6. 190˙ στ. μαζῶν, τὸ γάλα, αὐτόθι 7. 552˙ στ. πίσσης Στράβ.˙ στ. τοῦ κόσμου, ἡ θάλασσα, Μᾶρκ. Ἀντων. 6. 36˙ μεταβάλλεται εἰς σταγόνας [ἡ ἀτμὶς] Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 1, 10˙ ψυχραῖς σταγόνεσσι, μὲ σταγόνας δρόσου, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 551. 7˙ σταγόσι κατέστικται, εἶναι κατάστικτος μὲ σταγόνας, Αἰλ. π. Ζ. 12. 24˙ κατὰ σταγόνα, guttitim, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90˙ - ἀνώμαλ. ὀνομ. πληθ. στάγες ὥσπερ ἐξ ὀνομ. στάξ, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 626. ΙΙ. μέταλλόν τι, =ὀρείχαλκος, Τίμ. Λοκρ. 99C, ἴδε Σχόλ.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σταγόνα.

Greek Monotonic

σταγών: -όνος, ἡ (στάζω), σταγόνα, ρανίδα, στάλα, σε Τραγ.

Frisk Etymological English

See also: s. στάζω.

Middle Liddell

σταγών, όνος, ἡ, στάζω
a drop, Trag.

Frisk Etymology German

σταγών: {stagṓn}
See also: s. στάζω.
Page 2,773

English (Woodhouse)

drop, trickle, gout of blood, what is distilled

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-όνος ἡ (=σταλαγματιά). Ἀπό τό στάζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.