φιλόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=filomachos
|Transliteration C=filomachos
|Beta Code=filo/maxos
|Beta Code=filo/maxos
|Definition=(proparox.), ον, [[loving the fight]], [[warlike]], Pi.''Fr.''164, A.''Th.''128 (lyr).; [[pugnacious]], φίλερις καὶ φ. Phld.''Piet.''95, A.''Ag.''230 (lyr.).
|Definition=(proparox.), ον, [[loving the fight]], [[warlike]], Pi.''Fr.''164, A.''Th.''128 (lyr).; [[pugnacious]], φίλερις καὶ φ. Phld.''Piet.''95, [[Aeschylus|A.]]''[[Agamemnon|Ag.]]''230 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 22:11, 29 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμᾰχος Medium diacritics: φιλόμαχος Low diacritics: φιλόμαχος Capitals: ΦΙΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: philómachos Transliteration B: philomachos Transliteration C: filomachos Beta Code: filo/maxos

English (LSJ)

(proparox.), ον, loving the fight, warlike, Pi.Fr.164, A.Th.128 (lyr).; pugnacious, φίλερις καὶ φ. Phld.Piet.95, A.Ag.230 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1282] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à combattre, belliqueux, batailleur.
Étymologie: φίλος, μάχη.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμᾰχος: рвущийся в бой, воинственный Pind., Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμαχος: ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, φιλοπόλεμος, Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230.

English (Slater)

φῐλόμᾰχος warlike φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμαχος, -ον, ΝΜΑ
φιλοπόλεμος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος
ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός επισκέπτης, γνωστό με την κοινή ονομασία μαχητής ή ψευτομαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαχος (< μάχη, πρβλ. αξιόμαχος].

Greek Monotonic

φῐλόμᾰχος: -ον, αυτός που αγαπά τη μάχη, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

φῐλόμᾰχος, ον,
loving the fight, warlike, Aesch.