παλινάγρετος: Difference between revisions

From LSJ

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (Text replacement - "Uebh." to "Übh.")
 
(12 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=palinagretos
|Transliteration C=palinagretos
|Beta Code=palina/gretos
|Beta Code=palina/gretos
|Definition=ον, (ἀγρέω) <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> to [[be taken back]] or [[recalled]], <b class="b3">οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν</b> ir[[revocable]], <span class="bibl">Il.1.526</span>; π. ἀάτη <span class="bibl">Hes.<span class="title">Sc.</span>93</span>; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι <span class="bibl">Theoc. 29.28</span>; <b class="b3">π. αἰών, ἀρχή</b>, etc., <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>3.255</span>, <span class="bibl">6.175</span>, al.; [[recoverable]], of an element, Numen. ap. <span class="bibl">Eus.<span class="title">PE</span>15.17</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> [[retracting his words]], of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.<span class="bibl">14.5</span>.</span>
|Definition=παλινάγρετον, ([[ἀγρέω]])<br><span class="bld">A</span> to [[be taken back]] or [[recalled]], <b class="b3">οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν</b> ir[[revocable]], Il.1.526; π. ἀάτη Hes.''Sc.''93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; <b class="b3">π. αἰών, ἀρχή</b>, etc., [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 3.255, 6.175, al.; [[recoverable]], of an element, Numen. ap. Eus.''PE''15.17.<br><span class="bld">2</span> [[retracting his words]], of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] zurückgenommen, zurückzunehmen, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Uebh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0450.png Seite 450]] zurückgenommen, zurückzunehmen, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Übh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qu'on peut changer]], [[révocable]].<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ἀγρέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=παλινάγρετος -ον &#91;[[πάλιν]], [[ἀγρέω]]] [[herroepbaar]].
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλινάγρετος:''' [[могущий быть снова пойманным]]: [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πᾰλινάγρετος''': -ον, ([[ἀγρέω]]) ὁ [[ὀπίσω]] λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[ἀμετάκλητος]] [[λόγος]], Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· [[συχν]]. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
|lstext='''πᾰλινάγρετος''': -ον, ([[ἀγρέω]]) ὁ [[ὀπίσω]] λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[ἀμετάκλητος]] [[λόγος]], Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on peut changer, révocable.<br />'''Étymologie:''' [[πάλιν]], [[ἀγρέω]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[παλινάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλείται («[[[ἔπος]]] παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[κυριεύω]]», <b>πρβλ.</b> <i>αυτ</i>-<i>άγρετος</i>].
|mltxt=[[παλινάγρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανακαλείται («([[ἔπος]]) παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει [[κάποιος]]<br /><b>3.</b> (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>άγρετος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἀγρῶ</i> «[[κυριεύω]]», [[πρβλ]]. [[αυτάγρετος]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πᾰλῐνάγρετος:''' -ον ([[ἀγρέω]]), αυτός που στέλνεται [[πίσω]] ή ανακαλείται, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[αμετάκλητος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''πᾰλῐνάγρετος:''' -ον ([[ἀγρέω]]), αυτός που στέλνεται [[πίσω]] ή ανακαλείται, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον, [[αμετάκλητος]] [[λόγος]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=παλινάγρετος -ον [πάλιν, ἀγρέω] herroepbaar.
}}
{{elru
|elrutext='''πᾰλινάγρετος:''' могущий быть снова пойманным: [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πᾰλῐν-άγρετος, ον, [[ἀγρέω]]<br />to be taken [[back]] or recalled, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον an [[irrevocable]] [[word]], Il.
|mdlsjtxt=πᾰλῐν-άγρετος, ον, [[ἀγρέω]]<br />to be taken [[back]] or recalled, [[ἔπος]] οὐ παλινάγρετον an [[irrevocable]] [[word]], Il.
}}
}}

Latest revision as of 06:36, 30 October 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλῐνάγρετος Medium diacritics: παλινάγρετος Low diacritics: παλινάγρετος Capitals: ΠΑΛΙΝΑΓΡΕΤΟΣ
Transliteration A: palinágretos Transliteration B: palinagretos Transliteration C: palinagretos Beta Code: palina/gretos

English (LSJ)

παλινάγρετον, (ἀγρέω)
A to be taken back or recalled, οὐ π. οὐδ' ἀπατηλόν irrevocable, Il.1.526; π. ἀάτη Hes.Sc.93; νεότατα δ' ἔχειν π. οὐκ ἔστι Theoc. 29.28; π. αἰών, ἀρχή, etc., Nonn. D. 3.255, 6.175, al.; recoverable, of an element, Numen. ap. Eus.PE15.17.
2 retracting his words, of the philosopher Arcesilaus, Id.ib.14.5.

German (Pape)

[Seite 450] zurückgenommen, zurückzunehmen, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ein unwiderrufliches Wort, Il. 1, 526; ἄτη, Hes. Sc. 93; sp. D., wie Nonn. ἀτρέπτου παλινάγρετα νήματα Μοίρης, D. 12, 144, öfter. – Übh. veränderlich, von einem Menschen, Euseb. praep. ev.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu'on peut changer, révocable.
Étymologie: πάλιν, ἀγρέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλινάγρετος -ον [πάλιν, ἀγρέω] herroepbaar.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλινάγρετος: могущий быть снова пойманным: ἔπος οὐ παλινάγρετον Hom. безвозвратное, т. е. нерушимое слово.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλινάγρετος: -ον, (ἀγρέω) ὁ ὀπίσω λαμβανόμενος, ἀνακαλούμενος, ἔπος οὐ παλινάγρετον, ἀμετάκλητος λόγος, Ἰλ. Α. 526· π. ἄτη Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 93· συχν. παρὰ Νόννῳ. ΙΙ. ὁ ἐκ νέου ἀφαιρεθεὶς ἢ καταστραφείς, Νουμήν. παρ’ Εὐσεβίῳ ἐν Εὐαγγ. Προπ. 819Β, πρβλ. 730Α.

English (Autenrieth)

(ἀγρέω=αἱρέω): to be taken back, revocable, Il. 1.526†.

Greek Monolingual

παλινάγρετος, -ον (Α)
1. αυτός που ανακαλείται («(ἔπος) παλινάγρετον οὐδ' ἀπατηλόν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός τον οποίο μπορεί να ανακτήσει κάποιος
3. (για τον φιλόσοφο Αρκεσίλαο) αυτός που ανακαλεί τους λόγους του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -άγρετος (< ἀγρῶ «κυριεύω», πρβλ. αυτάγρετος].

Greek Monotonic

πᾰλῐνάγρετος: -ον (ἀγρέω), αυτός που στέλνεται πίσω ή ανακαλείται, ἔπος οὐ παλινάγρετον, αμετάκλητος λόγος, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πᾰλῐν-άγρετος, ον, ἀγρέω
to be taken back or recalled, ἔπος οὐ παλινάγρετον an irrevocable word, Il.