προσηλόω: Difference between revisions

m
no edit summary
(CSV import)
mNo edit summary
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> fixer avec des clous, clouer : [[τί]] τινι clouer une ch. à une autre ; <i>particul.</i> crucifier;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clouer à, attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἡλόω]].
|btext=[[προσηλῶ]] :<br /><b>1</b> [[fixer avec des clous]], [[clouer]] : τί τινι clouer une ch. à une autre ; <i>particul.</i> crucifier;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> clouer à, attacher à, <i>avec</i> [[πρός]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἡλόω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσηλόω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[пригвождать]], [[приколачивать]] (τι πρός τι Plat. и τί τινι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[сколачивать]], [[сбивать]] (τὰ [[παρασκήνια]] Dem.);<br /><b class="num">3)</b> [[распинать]] (τινας σταυροῖς Plut.).
|elrutext='''προσηλόω:'''<br /><b class="num">1</b> [[пригвождать]], [[приколачивать]] (τι πρός τι Plat. и τί τινι Luc.);<br /><b class="num">2</b> [[сколачивать]], [[сбивать]] (τὰ [[παρασκήνια]] Dem.);<br /><b class="num">3</b> [[распинать]] (τινας σταυροῖς Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 30:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to [[fasten]] [[with]] nails to, [[nail]] to (cf. [[πρός]], IV:4): τί τῷ σταυρῷ, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, others.)
|txtha=προσήλω: 1st aorist participle προσηλώσας; to [[fasten]] [[with]] nails to, [[nail]] to (cf. [[πρός]], IV:4): τί τῷ σταυρῷ, [[Plato]], [[Demosthenes]], [[Polybius]], Diodorus, [[Philo]], Josephus, [[Plutarch]], Lucian, others.)
}}
{{grml
|mltxt=προσηλῶ, [[προσηλόω]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[στερεώνω]] με καρφιά, [[καρφώνω]] (α. «ἥλοις προσηλώθη ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας», Ακολ. Μεγ. Παρασκ.<br />β. «Καυκάσῳ προσηλωμένος», Λουκ.<br />γ. «τῷ τροχῷ προσηλῶσαι», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (σχετικά με το [[βλέμμα]] ή την [[προσοχή]]) [[κατευθύνω]] [[σταθερά]] και αποκλειστικά [[κάπου]] ή σε [[κάτι]] (α. «προσήλωσε το [[βλέμμα]] της [[επάνω]] του με [[απορία]]» β. «τῶν ἐπὶ τῆς γῆς ἀπάγων καί τῷ θεῷ προσηλῶν», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>προσηλώνομαι</i> και <i>προσηλοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />[[προσέχω]] εντατικά, αφοσιώνομαι, αφιερώνομαι εντελώς σε [[κάτι]], απορροφώμαι από αυτό (α. «ώς το [[τέλος]] έμεινε προσηλωμένος στο [[καθήκον]] του» β. «προσηλωμένος στο [[πρόβλημα]] της ζωής και του θανάτου», Παπαντ.<br />γ. «ψυχὴ ἐὰν μῂ ἔχῃ τὴν [[πλάστιγγα]] τῶν λογισμῶν... προσηλωμένην ἀσφαλῶς τῷ νόμῳ τοῦ θεοῦ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καρφώνω]] σε σταυρό, [[σταυρώνω]]<br /><b>2.</b> [[καρφώνω]] σε [[σανίδα]]<br /><b>3.</b> [[φράζω]] [[τελείως]] καρφώνοντας σανίδες («τὰ [[παρασκήνια]] φράττων, προσηλῶν», <b>Δημοσθ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἡλῶ</i>, -<i>όω</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἧλος]] «[[καρφί]]»)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
Line 41: Line 44:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=καρφώνω). Ἀπό τό πρός + [[ἡλόω]] -ῶ πού παράγεται ἀπό τό [[ἧλος]] (=καρφί).<br><b>Παράγωγα:</b> [[προσήλωσις]] (=σταύρωση, ἀφοσίωση). (Τό [[ρῆμα]] δέ βρίσκεται ἁπλό [[ἀλλά]] μόνο [[σύνθετο]]: καθηλῶ καί προσηλῶ).
|mantxt=(=[[καρφώνω]]). Ἀπό τό πρός + [[ἡλόω]] -ῶ πού παράγεται ἀπό τό [[ἧλος]] (=[[καρφί]]).<br><b>Παράγωγα:</b> [[προσήλωσις]] (=[[σταύρωση]], [[ἀφοσίωση]]). (Τό [[ρῆμα]] δέ βρίσκεται ἁπλό [[ἀλλά]] μόνο [[σύνθετο]]: καθηλῶ καί προσηλῶ).
}}
}}