ὀρύσσω: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orysso
|Transliteration C=orysso
|Beta Code=o)ru/ssw
|Beta Code=o)ru/ssw
|Definition=Od.10.305, Att. [[ὀρύττω]] (late pres. imper.<br><span class="bld">A</span> ὄρυγε ''IG''12(5).519 (Seriphos)): fut. ὀρύξω Il.7.341 : aor. ὤρυξα, Ep. [[ὄρυξα]] as always in Hom., Od.11.25, al.: pf. ὀρώρῠχα (κατ-) Pherecr.145.19 : plpf. ὠρωρύχειν App.''BC''4.107:—Med., aor. ὠρυξάμην [[Herodotus|Hdt.]]1.186, A.R.3.1032, etc.:—Pass., fut. ὀρυχθήσομαι (κατ-) Antipho 3.2.10, also ὀρῠχήσομαι (κατ-) [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''394 (Elmsl.) and ὀρωρύξομαι Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὤρυσσον]] (prob.): aor. ὠρύχθην [[Herodotus|Hdt.]]1.186, etc.: pf. ὀρώρυγμαι Id.2.158, etc.; in compds., [[ὤρυγμαι]] (κατ- Antipho 3.3.12 codd., ὑποκατ- Sophr.3, δι- Luc.''Tim.'' 53, etc.): plpf. ὀρωρύγμην [[Herodotus|Hdt.]]1.186, Pl.''Criti.''118c, also [[ὠρωρύγμην]] (δι-) X.''An.''7.8.14.—An aor. 2 Act. ὤρῠγον occurs in Philostr. ''VA''1.25: Pass. ὠρύγην ''OGI''72.7,673.6 (Egypt, i A. D.), (δι-) Hld.9.7, ''Gp.''4.3.2, (κατ-) [[falsa lectio|f.l.]] in X.''An.''5.8.11 :—[[dig]], ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον Il.7.341; βόθρον ὄρυξα Od.11.25; ἔλυτρον [[Herodotus|Hdt.]]1.186; ὀρύγματα Id.4.200; ταῖς ὁπλαῖς εὐνάς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''605; ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Th.2.76: abs., ὤρυσσον ὑπὸ μαστίγων [[Herodotus|Hdt.]]7.22; ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν Arist.''Pr.'' 933b33 :—Med., δεξαμενὰς ὀρύξασθαι [[Herodotus|Hdt.]]3.9:—Pass., ὀρώρυκται (''[[sc.]]'' ἡ [[διῶρυξ]]) Id.2.158; [[τὸ ὀρυχθέν]] = τὸ [[ὄρυγμα]], the [[trench]], Id.1.186.<br><span class="bld">II</span> [[dig up]], [μῶλυ] Od.10.305; κυκλάμινον Theoc.5.123: Med., <b class="b3">λίθους ὠρύξατο</b> [[had]] [[stone]]s [[dig|dug]] or [[quarry|quarried]], [[Herodotus|Hdt.]]1.186:—Pass., ὁ [[ὀρυσσόμενος]] [[χοῦς]] = the [[soil]] that was dug up, ib.185; ὑπὸ μεταλλείας ὀρύττεσθαι Pl.''Criti.'' 114e.<br><span class="bld">III</span> [[dig through]], i.e. [[make a canal through]] (like [[διορύσσειν]]), <b class="b3">τὸν ἰσθμὸν ὀ.</b> Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]1.174; τὸ χωρίον ὀρώρυκτο Id.1.186; of [[mole]]s, [[burrow]], either abs., as [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''606a2; or <b class="b3">γῆν ὀ.</b>, Id.''Mir.''842b4.<br><span class="bld">IV</span> [[bury]], <b class="b3">ἔγχος . . γαίας ὀρύξας ἔνθα μήτις ὄψεται</b> (where [[γαίας]] depends on [[ἔνθα]]) [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''659, cf. X.''Oec.''19.2.<br><span class="bld">V</span> of a [[wrestler]], [[dig into]], [[gouge]] a [[tender]] part, τὠφθαλμώ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''442, cf. ''Pax''899, Philostr. ''VA''8.25; [[gouge out]], ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις ὥσπερ ἰχθύος Antiph.119.
|Definition=Od.10.305, Att. [[ὀρύττω]] (late pres. imper.<br><span class="bld">A</span> ὄρυγε ''IG''12(5).519 (Seriphos)): fut. ὀρύξω Il.7.341 : aor. ὤρυξα, Ep. [[ὄρυξα]] as always in Hom., Od.11.25, al.: pf. ὀρώρῠχα (κατ-) Pherecr.145.19 : plpf. ὠρωρύχειν App.''BC''4.107:—Med., aor. ὠρυξάμην [[Herodotus|Hdt.]]1.186, A.R.3.1032, etc.:—Pass., fut. ὀρυχθήσομαι (κατ-) Antipho 3.2.10, also ὀρῠχήσομαι (κατ-) [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''394 (Elmsl.) and ὀρωρύξομαι Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[ὤρυσσον]] (prob.): aor. ὠρύχθην [[Herodotus|Hdt.]]1.186, etc.: pf. ὀρώρυγμαι Id.2.158, etc.; in compds., [[ὤρυγμαι]] (κατ- Antipho 3.3.12 codd., ὑποκατ- Sophr.3, δι- Luc.''Tim.'' 53, etc.): plpf. ὀρωρύγμην [[Herodotus|Hdt.]]1.186, Pl.''Criti.''118c, also [[ὠρωρύγμην]] (δι-) X.''An.''7.8.14.—An aor. 2 Act. ὤρῠγον occurs in Philostr. ''VA''1.25: Pass. ὠρύγην ''OGI''72.7,673.6 (Egypt, i A. D.), (δι-) Hld.9.7, ''Gp.''4.3.2, (κατ-) [[falsa lectio|f.l.]] in X.''An.''5.8.11 :—[[dig]], ὀρύξομεν ἐγγύθι τάφρον Il.7.341; βόθρον ὄρυξα Od.11.25; ἔλυτρον [[Herodotus|Hdt.]]1.186; ὀρύγματα Id.4.200; ταῖς ὁπλαῖς εὐνάς [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]''605; ὑπόνομον ἐκ τῆς πόλεως Th.2.76: abs., ὤρυσσον ὑπὸ μαστίγων [[Herodotus|Hdt.]]7.22; ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν Arist.''Pr.'' 933b33 :—Med., δεξαμενὰς ὀρύξασθαι [[Herodotus|Hdt.]]3.9:—Pass., ὀρώρυκται (''[[sc.]]'' ἡ [[διῶρυξ]]) Id.2.158; [[τὸ ὀρυχθέν]] = τὸ [[ὄρυγμα]], the [[trench]], Id.1.186.<br><span class="bld">II</span> [[dig up]], [μῶλυ] Od.10.305; κυκλάμινον Theoc.5.123: Med., <b class="b3">λίθους ὠρύξατο</b> had [[stone]]s [[dig|dug]] or [[quarry|quarried]], [[Herodotus|Hdt.]]1.186:—Pass., ὁ [[ὀρυσσόμενος]] [[χοῦς]] = the [[soil]] [[that was dug up]], ib.185; ὑπὸ μεταλλείας ὀρύττεσθαι Pl.''Criti.'' 114e.<br><span class="bld">III</span> [[dig through]], i.e. [[make a canal through]] (like [[διορύσσειν]]), <b class="b3">τὸν ἰσθμὸν ὀ.</b> Orac. ap. [[Herodotus|Hdt.]]1.174; τὸ χωρίον ὀρώρυκτο Id.1.186; of [[mole]]s, [[burrow]], either abs., as [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''606a2; or <b class="b3">γῆν ὀ.</b>, Id.''Mir.''842b4.<br><span class="bld">IV</span> [[bury]], <b class="b3">ἔγχος . . γαίας ὀρύξας ἔνθα μήτις ὄψεται</b> (where [[γαίας]] depends on [[ἔνθα]]) [[Sophocles|S.]]''[[Ajax|Aj.]]''659, cf. X.''Oec.''19.2.<br><span class="bld">V</span> of a [[wrestler]], [[dig into]], [[gouge]] a [[tender]] part, τὠφθαλμώ [[Aristophanes|Ar.]]''[[The Birds|Av.]]''442, cf. ''Pax''899, Philostr. ''VA''8.25; [[gouge out]], ὀφθαλμὸν ὤρυττέν τις ὥσπερ ἰχθύος Antiph.119.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. ὀρύξω Ἰλ. Ζ. 341: ἀόρ. ὤρυξα, Ἐπικ. ὄρυξα, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: πρκμ. ὀρώρῠχα (κατ-) Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 19: ὑπερσ. ὠρωρύχειν Ξεν. Ἀν. 6. 8, 4. ― Μέσ., ἀόρ. ὠρυξάμην Ἡρόδ. καὶ μεταγενέστ. συγγραφ. ὡς Λουκ.: ― Παθ., μέλλ. ὀρυχθήσομαι (κατ-) Ἀντιφῶν 122. 17· [[ὡσαύτως]] ὀρῠχήσομαι (κατ-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 394 καὶ ὀρωρύξομαι Σουΐδ., ἴδε Cobet V. LL. 243: ἀόρ. ὠρύχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ὤρυγμαι (ὑποκατώρυκται Σώφρων 33 Αhr., διώρυκται Λουκ. Τίμων 53, κτλ.): ὑπερσ. ὀρωρύγμην Ἡρόδ., Πλάτ. Κριτί. 118C, Ἀττ. καὶ ὠρωρύγμην (δι-) Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14. ― Ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ὤρῠγον ἀπαντᾷ παρὰ Φιλοστρ. 33· παθ. ὠρύγην (δι-) Ἡλιόδ. 9. 7, Γεωπ., διάφ. γραφ. Ξεν. Ἀν. 5. 8, 11· καὶ παθ. μέλλ. β΄ ὀρυγήσομαι (δι-) Συνεσ. 185C, διάφ. γραφ. Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― πρβλ. ἀν-, δι-, κατορύσσω. (Τῆς √ΟΡΥΧ (πρβλ. ΝΥΧ, [[νύσσω]], ΠΤΥΧ, [[πτύσσω]]) δὲν εὑρέθησαν [[εἰσέτι]] τὰ ἴχνη). Σκάπτω, Λατ. [[fodio]], ὀρύξομεν [[ἐγγύθι]] τάφρον Ἰλ. Ζ. 341· βόθρον ὄρυξε Ὀδ. Λ. 25· [[ἔλυτρον]] Ἡρόδ. 1. 186· [[ὄρυγμα]] 4. 200· ταῖς ὁπλαῖς εὐνὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 605· ὑπομονὴν ἐκ τῆς πόλεως Θουκ. 2. 76· ἀπολ., ὤρυσσον ὑπὸ μαστίγων, ἠναγκάζοντο νὰ σκάπτωσιν ὑπὸ ..., Ἡρόδ. 7. 21· ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν Ἀριστ. Προβλ. 23. 21. ― Παθητ., ὠρύχθη (δηλ. ἡ [[τάφρος]]) Ἡρόδ. 2. 158· τὸ [[ὄρυγμα]], [[τάφρος]], ὁ αὐτ. 1. 186. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 314. ΙΙ. [[ἐξορύσσω]], [[μῶλυ]] Ὀδ. Κ. 305· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λίθους ὀρύσσομαι, βάλλω τινὰ νὰ σκάψῃ καὶ ἐξαγάγῃ λίθους, Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 3. 9. ― Παθ., ὁ ὀρυσσόμενος [[χοῦς]], τὸ [[χῶμα]] τὸ ἐξαγόμενον διὰ τῆς ὀρύξεως, ὁ αὐτ. 1. 185· ὑπὸ μεταλλείας ὀρύττεσθαι Πλάτ. Κριτί. 114Ε· ἐν λ. [[ὀρυκτός]]. 2) μεταφορ., ὀφθαλμὸν ὀρ. Ἀντιφάνης ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2. ΙΙΙ. [[σκάπτω]] διὰ μέσου, [[σχηματίζω]] διώρυχα (ὡς τὸ διορύσσειν), τὸ ἰσθμὸν ὀρ. Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 174· οὕτω, τὸ [[χωρίον]] ὀρώρυκτο ὁ αὐτ. 1. 186· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν ἀσπαλάκων, [[σκάπτω]] ὑπογείως καὶ ἀνυψώνω [[χῶμα]], [[εἴτε]] ἀπολ., ὡς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27 (28), 2· ἢ γῆν ὀρ., ὡς παρὰ τῷ αὐτῷ π. Θαυμασ. 124. IV. [[θάπτω]], «παραχώνω», [[ἔνθα]]), Σοφ. Αἴ. 659, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 2. V. πὺξ ὀρ., ἐπὶ πύκτου, [[καταφέρω]] ἰσχυρὸν [[κτύπημα]], [[βυθίζω]] τὴν πυγμήν μου εἰς τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἄλλου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς τὸ Λατ. [[fodio|fodere]], [[αὐτόθι]], πρβλ. Ὄρν. 442. ― «Ἐν συνθέσει διὰ τοῦ ω μέν, ἐὰν ἡ προηγουμένη συλλαβὴ εἶτε βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ἐὰν εἶνε μακρά, [[φρεωρύχος]], [[διῶρυξ]], -υχος, [[τυμβορύκτης]], [[νεκρορύκτης]], ἀλλ’ [[ὅμως]] [[διορυχή]], διόρυξις, [[διόρυγμα]], διορυκτὸς» Ζηκίδης ἐν Χρηστ. Λεξ. ἐν λ. ― [[Κατὰ]] δὲ Χαριτωνίδην (ἐν Βιβλιοκρισίᾳ Χρηστ. Λεξ. Ζηκίδου) «τῶν μὲν εἰς -υχος ὀνομάτων ἡ προπαραλήγουσα γράφεται διὰ τοῦ ω, [[οἷον]] [[χρυσωρύχος]], [[τυμβωρύχος]], [[τοιχωρύχος]], ὀφθαλμορύχος, κτλ., τῶν δὲ εἰς -υκτης διὰ τοῦ ο μικροῦ, [[νεκρορύκτης]], ταφρορύκτης, [[τοιχορύκτης]] κτλ.»
|lstext='''ὀρύσσω''': Ἀττ. -ττω: μέλλ. ὀρύξω Ἰλ. Ζ. 341: ἀόρ. ὤρυξα, Ἐπικ. ὄρυξα, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.: πρκμ. ὀρώρῠχα (κατ-) Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 1. 19: ὑπερσ. ὠρωρύχειν Ξεν. Ἀν. 6. 8, 4. ― Μέσ., ἀόρ. ὠρυξάμην Ἡρόδ. καὶ μεταγενέστ. συγγραφ. ὡς Λουκ.: ― Παθ., μέλλ. ὀρυχθήσομαι (κατ-) Ἀντιφῶν 122. 17· [[ὡσαύτως]] ὀρῠχήσομαι (κατ-) Ἀριστοφ. Ὄρν. 394 καὶ ὀρωρύξομαι Σουΐδ., ἴδε Cobet V. LL. 243: ἀόρ. ὠρύχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ὤρυγμαι (ὑποκατώρυκται Σώφρων 33 Αhr., διώρυκται Λουκ. Τίμων 53, κτλ.): ὑπερσ. ὀρωρύγμην Ἡρόδ., Πλάτ. Κριτί. 118C, Ἀττ. καὶ ὠρωρύγμην (δι-) Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14. ― Ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ὤρῠγον ἀπαντᾷ παρὰ Φιλοστρ. 33· παθ. ὠρύγην (δι-) Ἡλιόδ. 9. 7, Γεωπ., διάφ. γραφ. Ξεν. Ἀν. 5. 8, 11· καὶ παθ. μέλλ. β΄ ὀρυγήσομαι (δι-) Συνεσ. 185C, διάφ. γραφ. Ἀριστοφ. Ὄρν. ἔνθ’ ἀνωτ.· ― πρβλ. ἀν-, δι-, κατορύσσω. (Τῆς √ΟΡΥΧ (πρβλ. ΝΥΧ, [[νύσσω]], ΠΤΥΧ, [[πτύσσω]]) δὲν εὑρέθησαν [[εἰσέτι]] τὰ ἴχνη). Σκάπτω, Λατ. [[fodio]], ὀρύξομεν [[ἐγγύθι]] τάφρον Ἰλ. Ζ. 341· βόθρον ὄρυξε Ὀδ. Λ. 25· [[ἔλυτρον]] Ἡρόδ. 1. 186· [[ὄρυγμα]] 4. 200· ταῖς ὁπλαῖς εὐνὰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 605· ὑπομονὴν ἐκ τῆς πόλεως Θουκ. 2. 76· ἀπολ., ὤρυσσον ὑπὸ μαστίγων, ἠναγκάζοντο νὰ σκάπτωσιν ὑπὸ ..., Ἡρόδ. 7. 21· ἐὰν ὀρύξῃ τις παρὰ τὴν θάλασσαν Ἀριστ. Προβλ. 23. 21. ― Παθητ., ὠρύχθη (δηλ. ἡ [[τάφρος]]) Ἡρόδ. 2. 158· τὸ [[ὄρυγμα]], [[τάφρος]], ὁ αὐτ. 1. 186. ― Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 314. ΙΙ. [[ἐξορύσσω]], [[μῶλυ]] Ὀδ. Κ. 305· [[ὡσαύτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, λίθους ὀρύσσομαι, βάλλω τινὰ νὰ σκάψῃ καὶ ἐξαγάγῃ λίθους, Ἡρόδ. 1. 186, πρβλ. 3. 9. ― Παθ., ὁ ὀρυσσόμενος [[χοῦς]], τὸ [[χῶμα]] τὸ ἐξαγόμενον διὰ τῆς ὀρύξεως, ὁ αὐτ. 1. 185· ὑπὸ μεταλλείας ὀρύττεσθαι Πλάτ. Κριτί. 114Ε· ἐν λ. [[ὀρυκτός]]. 2) μεταφορ., ὀφθαλμὸν ὀρ. Ἀντιφάνης ἐν «Κιθαρῳδῷ» 2. ΙΙΙ. [[σκάπτω]] διὰ μέσου, [[σχηματίζω]] διώρυχα (ὡς τὸ διορύσσειν), τὸ ἰσθμὸν ὀρ. Χρησμ. παρ’ Ἡρόδ. 1. 174· οὕτω, τὸ [[χωρίον]] ὀρώρυκτο ὁ αὐτ. 1. 186· ― [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν ἀσπαλάκων, [[σκάπτω]] ὑπογείως καὶ ἀνυψώνω [[χῶμα]], [[εἴτε]] ἀπολ., ὡς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 27 (28), 2· ἢ γῆν ὀρ., ὡς παρὰ τῷ αὐτῷ π. Θαυμασ. 124. IV. [[θάπτω]], «παραχώνω», [[ἔνθα]]), Σοφ. Αἴ. 659, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 19, 2. V. πὺξ ὀρ., ἐπὶ πύκτου, [[καταφέρω]] ἰσχυρὸν [[κτύπημα]], [[βυθίζω]] τὴν πυγμήν μου εἰς τὸ [[σῶμα]] τοῦ ἄλλου, Ἀριστοφ. Εἰρ. 898· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, ὡς τὸ Λατ. [[fodio|fodere]], [[αὐτόθι]], πρβλ. Ὄρν. 442. ― «Ἐν συνθέσει διὰ τοῦ ω μέν, ἐὰν ἡ προηγουμένη συλλαβὴ εἶτε βραχεῖα, διὰ τοῦ ο δέ, ἐὰν εἶνε μακρά, [[φρεωρύχος]], [[διῶρυξ]], -υχος, [[τυμβορύκτης]], [[νεκρορύκτης]], ἀλλ’ [[ὅμως]] [[διορυχή]], διόρυξις, [[διόρυγμα]], διορυκτὸς» Ζηκίδης ἐν Χρηστ. Λεξ. ἐν λ. ― [[Κατὰ]] δὲ Χαριτωνίδην (ἐν Βιβλιοκρισίᾳ Χρηστ. Λεξ. Ζηκίδου) «τῶν μὲν εἰς -υχος ὀνομάτων ἡ προπαραλήγουσα γράφεται διὰ τοῦ ω, [[οἷον]] [[χρυσωρύχος]], [[τυμβωρύχος]], [[τοιχωρύχος]], ὀφθαλμορύχος, κτλ., τῶν δὲ εἰς -υκτης διὰ τοῦ ο μικροῦ, [[νεκρορύκτης]], ταφρορύκτης, [[τοιχορύκτης]] κτλ.»
}}
{{Autenrieth
|auten=inf. ὀρύσσειν, aor. ὄρυξα: [[dig]], [[dig]] up, Od. 10.305.
}}
}}
{{eles
{{eles