παραληπτός: Difference between revisions
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
(9) |
mNo edit summary |
||
(25 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=paraliptos | |Transliteration C=paraliptos | ||
|Beta Code=paralhpto/s | |Beta Code=paralhpto/s | ||
|Definition= | |Definition=παραληπτή, παραληπτόν,<br><span class="bld">A</span> [[to be received]], opp. [[παραδοτός]], ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.''Men.''93b.<br><span class="bld">II</span> [[deserving of inclusion]], [[to be accepted]], Chrysipp.Stoic.3.17. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0487.png Seite 487]] [[angenommen]], [[annehmbar]], <span class="ggns">Gegensatz</span> [[παραδοτός]], Plat. Men. 93 b u. Sp. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />[[qu'on peut prendre avec soi]], [[dont on ne peut se charger]].<br />'''Étymologie:''' [[παραλαμβάνω]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] [[over te nemen]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παραληπτός:'''<br /><b class="num">1</b> [[могущий быть перенятым]] Plat.;<br /><b class="num">2</b> [[могущий быть примененным]], [[применимый]] (πρός τι Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''παραληπτός''': -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ [[παραδοτός]], τινι [[παρά]] τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ [[ἐφαρμόσιμος]], [[πρός]] τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παραλαμβάνω]]<br /><b>1.</b> αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει [[κανείς]]<br /><b>2.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[εφαρμογή]], [[εφαρμόσιμος]] («οὐκ [[ἄλλου]] τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παραληπτός:''' -ή, -όν, αυτός που είναι [[αποδεκτός]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:13, 5 November 2024
English (LSJ)
παραληπτή, παραληπτόν,
A to be received, opp. παραδοτός, ἄλλῳ παρ' ἄλλου Pl.Men.93b.
II deserving of inclusion, to be accepted, Chrysipp.Stoic.3.17.
German (Pape)
[Seite 487] angenommen, annehmbar, Gegensatz παραδοτός, Plat. Men. 93 b u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qu'on peut prendre avec soi, dont on ne peut se charger.
Étymologie: παραλαμβάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παραληπτός -ή -όν [παραλαμβάνω] over te nemen.
Russian (Dvoretsky)
παραληπτός:
1 могущий быть перенятым Plat.;
2 могущий быть примененным, применимый (πρός τι Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
παραληπτός: -ή, -όν, ὃν δύναταί τις νὰ παραλάβῃ, αντίθετον τῷ παραδοτός, τινι παρά τινος Πλάτ. Μένων 93Β. ΙΙ ἐφαρμόσιμος, πρός τι Χρύσιππ. Παρὰ Πλουτ. 2. 1035D.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α παραλαμβάνω
1. αυτός τον οποίο μπορεί να παραλάβει κανείς
2. ο κατάλληλος για εφαρμογή, εφαρμόσιμος («οὐκ ἄλλου τινὸς ἕνεκεν τῆς φυσικής θεωρίας παραληπτῆς οὔσης», Πλούτ.).
Greek Monotonic
παραληπτός: -ή, -όν, αυτός που είναι αποδεκτός, σε Πλάτ.